«Για ένα διάστημα, ο Τροχός θα στρίβει το Σχήμα γύρω από σας τους τρεις, ό,τι κι αν κάνετε. Και ό,τι κάνετε είναι πιθανότερο να το έχει επιλέξει ο Τροχός παρά εσείς. Οι
«Φτάνει πια!» φώναξε ο Ματ. Οι άνδρες που έπαιζαν ζάρια κοίταξαν γύρω, τους αγριοκοίταξαν και μετά από λίγο ξαναγύρισαν στο παιχνίδι τους.
«Λυπάμαι, Ματ», μπουμπούνισε ο Λόιαλ. «Ξέρω ότι μιλάω πολύ, αλλά δεν ήθελα να—»
«Δεν μένω άλλο εδώ», είπε ο Ματ, με το κεφάλι στραμμένο προς την οροφή, «μαζί μ’ έναν Ογκιρανό, που η γλώσσα του πάει ροδάνι, και μ’ έναν βλάκα, που τα μυαλά του έχουν πάρει αέρα. Θα έρθεις, Πέριν;» Ο Πέριν αναστέναξε, έριξε μια ματιά στον Ραντ και μετά ένευσε.
Ο Ραντ τους είδε να φεύγουν, μ’ έναν κόμπο στο λαιμό.
Κι ο Λόιαλ επίσης τους ακολουθούσε με το βλέμμα, ενώ τα φρύδια του ήταν πεσμένα με ανησυχία. «Ραντ, πραγματικά δεν σκόπευα να—»
Ο Ραντ σκλήρυνε τη φωνή του. «Τι περιμένεις; Πήγαινε μαζί τους! Τι θες και στέκεσαι μπροστά μου. Είσαι άχρηστος, αφού δεν ξέρεις πώς βγαίνουμε από δω. Φύγε! Πήγαινε να βρεις τα δέντρα σου, τα αγαπημένα σου αλσύλλια, αν δεν τα έκοψαν ακόμα, και καλό ξεφόρτωμα, αν τα έκοψαν».
Τα μάτια του Λόιαλ, μεγάλα σαν φλιτζάνια, έδειξαν έκπληξη και πόνο στην αρχή, αλλά μετά πήραν μια έκφραση που θα μπορούσε να είναι θυμός. Ο Ραντ δεν νόμιζε ότι αυτό ήταν. Κάποιες παλιές ιστορίες υποστήριζαν πως οι Ογκιρανοί ήταν άγριοι, αν και δεν ανέφεραν με ποια έννοια, αλλά ο Ραντ δεν είχε συναντήσει πράο άτομο σαν τον Λόιαλ.
«Αν αυτό επιθυμείς, Ραντ αλ’Θορ», είπε παγερά ο Λόιαλ. Υποκλίθηκε με άκαμπτο κορμί και έφυγε στο κατόπι του Ματ και του Πέριν.
Ο Ραντ σωριάστηκε στα στοιβαγμένα σακιά με τα δημητριακά.
Συνειδητοποίησε ότι οι τζογαδόροι τον κοίταζαν. Όλοι, που ακόμα ήταν γονατισμένοι στον τοίχο, είχαν γυρίσει και τον κοίταζαν. Οι Σιναρανοί όλων των τάξεων ήταν σχεδόν πάντα αβροί κι ευγενικοί, ακόμα και απέναντι σε άσπονδους εχθρούς τους, και οι Ογκιρανοί ποτέ δεν ήταν εχθροί του Σίναρ. Τα μάτια τους έδειχναν σοκαρισμένα. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα, αλλά τα μάτια τους έλεγαν ότι αυτό που είχε κάνει ήταν λάθος. Ένα μέρος του εαυτού του πίστευε πως είχαν δίκιο, κι αυτό έκανε ακόμα πιο οδυνηρό το βουβό κατηγορώ τους. Απλώς τον κοίταζαν, αλλά ο Ραντ βγήκε τρέχοντας και παραπατώντας από την αποθήκη, σαν να τον κυνηγούσαν.
Συνέχισε να τριγυρνά ζαλισμένος στις αποθήκες, ψάχνοντας μέρος να τρυπώσει, μέχρι να επιτραπεί ξανά η κυκλοφορία στις πύλες. Έπειτα ίσως κρυβόταν στην άμαξα κάποιου προμηθευτή τροφίμων. Αν δεν τις έψαχναν στην έξοδό τους. Αν δεν ερευνούσαν τις αποθήκες, ψάχνοντας ολόκληρο το οχυρό γι’ αυτόν. Αρνήθηκε πεισματικά να βάλει κάτι τέτοιο στο νου του, συγκεντρώθηκε πεισματικά στο να βρει σίγουρο μέρος. Όμως σ’ όλα τα μέρη που έβρισκε —ένα κούφωμα σε μια στοίβα σακιών με δημητριακά, ένα στενό διαδρομάκι στον τοίχο πίσω από κρασοβάρελα, μια εγκαταλειμμένη αποθήκη μισογεμάτη άδεια καφάσια και σκιές— φανταζόταν τους διώκτες του να τον βρίσκουν. Φανταζόταν επίσης και τον αθέατο παρατηρητή να τον βρίσκει εκεί, όποιος —ή ό,τι— κι αν ήταν. Έτσι συνέχισε να ψάχνει, διψασμένος και σκονισμένος, και με τα μαλλιά γεμάτα ιστούς.
Και μετά βγήκε σε έναν διάδρομο, που τον φώτιζαν μισοσβησμένοι δαυλοί, κι εκεί καραδοκούσε η Εγκουέν, σταματώντας για να κοιτάξει στις αποθήκες από τις οποίες περνούσε. Τα μελαχρινά μαλλιά της, που έπεφταν ως τη μέση της, ήταν πιασμένα πίσω με μια κόκκινη κορδέλα, και φορούσε ένα ανοιχτόγκριζο φόρεμα, απ’ αυτά που ήταν της μόδας στο Σίναρ, με κόκκινο ποδόγυρο. Στη θέα της, ένιωσε να τον κατακλύζουν αισθήματα θλίψης και απώλειας, χειρότερα απ’ όσο πριν που είχε διώξει τον Ματ και τον Πέριν και τον Λόιαλ. Είχε μεγαλώσει πιστεύοντας πως κάποια μέρα θα παντρευόταν την Εγκουέν και οι δύο αυτό πίστευαν. Αλλά τώρα...