Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

«Όχι σε κελί, χαζέ. Πηγαίνω εκεί μερικά απογεύματα για να επισκεφθώ τον Πάνταν Φάιν. Το ίδιο και η Νυνάβε. Κανένας δεν θα παραξενευτεί, αν σήμερα πάω νωρίτερα. Στην πραγματικότητα, τώρα που όλοι έχουν στο νου τους την Άμερλιν, κανένας δεν θα μας προσέξει».

«Αλλά, η Μουαραίν...»

«Δεν πάει στα μπουντρούμια για να ανακρίνει τον Πάνταν Φάιν. Τον πηγαίνουν σ’ αυτήν. Κι έχει βδομάδες να τον δει. Πίστεψέ με, εκεί θα είσαι ασφαλής».

Ο Ραντ ακόμα δίσταζε. Ο Πάνταν Φάιν. «Γιατί, εν πάση περιπτώσει, πας και βλέπεις τον πραματευτή; Είναι Σκοτεινόφιλος, το παραδέχτηκε ο ίδιος, και από τους χειρότερους. Που να καώ, Εγκουέν, αυτός έφερε τους Τρόλοκ στο Πεδίο του Έμοντ! Κυνηγόσκυλο του Σκοτεινού, έτσι αποκάλεσε τον εαυτό του, και από τη Νύχτα του Χειμώνα μύριζε το δρόμο μου».

«Δεν είναι επικίνδυνος πίσω από τα σιδερένια κάγκελα, Ραντ». Ήταν η σειρά της να διστάσει και τον κοίταζε σχεδόν ικετευτικά. «Ραντ, πριν ακόμα γεννηθώ έφερνε την άμαξά του κάθε άνοιξη στους Δύο Ποταμούς. Ξέρει όλους τους ανθρώπους που ξέρω, όλα τα μέρη. Είναι παράξενο, αλλά, όσο περισσότερο μένει κλειδωμένος, τόσο πιο άνετος γίνεται με τον εαυτό του. Είναι σχεδόν σαν να ξεφεύγει από τον Σκοτεινό. Γελάει ξανά, λέει αστείες ιστορίες, για τους ανθρώπους του Πεδίου του Έμοντ και, μερικές φορές, για μέρη που πρώτη φορά ακούω. Μερικές φορές είναι σαν τον παλιό εαυτό του. Απλώς θέλω κάποιον να μιλώ μαζί του για την πατρίδα».

Αφού εγώ σε αποφεύγω, σκέφτηκε ο Ραντ, αφού ο Πέριν αποφεύγει τους πάντες και ο Ματ περνά τον καιρό τον στο τζόγο και τα ξεφαντώματα. «Δεν έπρεπε να κλειστώ τόσο στον εαυτό μου», μουρμούρισε, και ύστερα αναστέναξε. «Τέλος πάντων, αφού η Μουαραίν νομίζει ότι είναι ασφαλές για σένα, ε, τότε θα είναι ασφαλές και για μένα. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανακατευτείς κι εσύ».

Η Εγκουέν σηκώθηκε και άρχισε να ξεσκονίζει το φόρεμά της, αποφεύγοντας το βλέμμα του.

«Η Μουαραίν είπε ότι είναι ασφαλές, έτσι δεν είναι; Εγκουέν;»

«Η Μουαραίν Σεντάι ποτέ δεν μου είπε να μην επισκεφθώ τον Πάνταν Φάιν», είπε εκείνη, προσέχοντας τα λόγια της.

Ο Ραντ την κοίταξε και ύστερα ξέσπασε. «Δεν τη ρώτησες. Δεν το ξέρει. Εγκουέν, αυτό είναι βλακεία. Ο Πάνταν Φάιν είναι Σκοτεινόφιλος, από τους χειρότερους Σκοτεινόφιλους».

«Είναι κλειδωμένος σε κλουβί», απάντησε η Εγκουέν πειραγμένη, «κι εγώ δεν είμαι υποχρεωμένη να ζητώ για όλα την άδεια της Μουαραίν. Δεν είναι λίγο αργά για να αναρωτιέσαι πώς θα υπακούσεις στις επιθυμίες μιας Άες Σεντάι; Θα έρθεις λοιπόν;»

«Μπορώ να βρω το μπουντρούμι χωρίς εσένα. Με ψάχνουν, ή θα αρχίσουν να με ψάχνουν σε λίγο, και δεν είναι προς όφελός σου να σε βρουν μαζί μου».

«Χωρίς εμένα», είπε εκείνη ξερά, «θα σκοντάψεις στα πόδια σου και θα πέσεις στην αγκαλιά της Έδρας της Άμερλιν, και μετά θα ομολογήσεις τα πάντα, προσπαθώντας να τα κρύψεις».

«Μα το αίμα και τις στάχτες, έπρεπε να είσαι στον Κύκλο των Γυναικών στο χωριό. Αν οι άνδρες ήταν τόσο ανίκανοι κι ανήμποροι όσο νομίζεις, τότε δεν θα—»

«Θα μείνεις εδώ να μιλάς μέχρι να σε βρουν; Μάζεψε τα μπαγκάζια σου, Ραντ, κι έλα μαζί μου». Χωρίς να περιμένει την απάντησή του, έστριψε και πήρε το διάδρομο. Ο Ραντ την υπάκουσε απρόθυμα, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του.

Υπήρχαν λίγοι άνθρωποι —κυρίως υπηρέτες— στον απόμερο δρόμο που πήραν, αλλά ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι όλοι του έδιναν ιδιαίτερη προσοχή. Όχι σε έναν άνθρωπο που ετοιμαζόταν για ταξίδι, αλλά σ’ αυτόν, τον Ραντ αλ’Θορ πιο συγκεκριμένα. Ήξερε ότι έφταιγε η φαντασία του —αυτό ευχόταν— αλλά, ακόμα κι έτσι, δεν ένιωσε καθόλου ανακουφισμένος, όταν σταμάτησαν σε ένα διάδρομο βαθιά κάτω από το οχυρό, μπροστά σε μια ψηλή πόρτα με μια μικρή σιδερένια γρίλια, η οποία ήταν ενισχυμένη με σίδερο, σαν τις εξωτερικές πύλες. Ένα ρόπτρο κρεμόταν κάτω από τη γρίλια.

Ο Ραντ μέσα από τη γρίλια είδε γυμνούς τοίχους και δύο στρατιώτες με κότσο, που κάθονταν δίχως κράνη σ’ ένα τραπέζι με μια λάμπα. Ο ένας ακόνιζε ένα εγχειρίδιο με μακριές, αργές κινήσεις πάνω σε μια πέτρα. Ο ρυθμός του έμεινε αναλλοίωτος όταν η Εγκουέν χτύπησε το ρόπτρο, βγάζοντας μια οξεία κλαγγή, όταν το σίδερο χτύπησε σε σίδερο. Ο άλλος άνδρας, με πρόσωπο πλακουτσό και βλοσυρό, κοίταξε την πόρτα σαν να συλλογιζόταν κάτι, πριν τελικά σηκωθεί και πλησιάσει. Ήταν κοντός και γεροδεμένος, μόλις που έφτανε για να κοιτάξει από τα κάγκελα που διασταυρώνονταν.

«Τι θες; Α, εσύ είσαι πάλι, κοπέλα μου. Ήρθες να δεις τον Σκοτεινόφιλό σου; Ποιος είναι αυτός;» Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να ανοίξει την πόρτα.

«Ένας φίλος μου, Τσάνγκου. Θέλει κι αυτός να δει τον Αφέντη Φάιν».

Перейти на страницу:

Похожие книги