Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Η Εγκουέν αναπήδησε όταν ο Ραντ πετάχτηκε μπροστά της, της κόπηκε η ανάσα, μα είπε μόνο, «Εδώ είσαι λοιπόν. Ο Ματ και ο Πέριν μου είπαν τι έκανες. Και ο Λόιαλ. Ξέρω τι μαγειρεύεις, Ραντ, και είναι μεγάλη χαζομάρα». Σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της και τα μεγάλα, μαύρα μάτια της στηλώθηκαν πάνω του αυστηρά. Ο Ραντ ανέκαθεν απορούσε πώς μπορούσε να τον κοιτάζει αφ’ υψηλού —το έκανε κατά βούληση— τη στιγμή που έφτανε ίσαμε το στήθος του, και εκτός αυτού ήταν και δυο χρόνια μικρότερή του.

«Ωραία», της είπε. Ξαφνικά θύμωσε με τα μαλλιά της. Πριν φύγει από τους Δύο Ποταμούς, δεν είχε δει ποτέ του μεγάλη γυναίκα που να μην είχε τα μαλλιά πλεγμένα σε πλεξούδα. Εκεί κάθε κοπέλα περίμενε με λαχτάρα να πει ο Κύκλος των Γυναικών πως ήταν αρκετά μεγάλη για να αρχίσει να πλέκει τα μαλλιά της. Η Εγκουέν τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Κι εμφανιζόταν εδώ με τα μαλλιά λυτά, πιασμένα μονάχα με μια κορδέλα. Εγώ Θέλω να πάω σπίτι και δεν μπορώ, ενώ αυτή βιάζεται να ξεχάσει το Πεδίο του Έμοντ. «Φύγε κι άσε με ήσυχο κι εσύ. Τι να τις κάνεις τις παρέες μ’ έναν βοσκό. Γέμισε ο τόπος Άες Σεντάι για να τις χαζεύεις. Και μην πεις ότι με είδες. Με κυνηγούν, και καλά θα κάνεις να μην τις βοηθήσεις».

Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Πιστεύεις ότι εγώ θα σε—»

Γύρισε για να φύγει και η Εγκουέν με μια κραυγή όρμηξε πάνω του, αγκαλιάζοντας τα πόδια του. Έπεσαν και οι δύο στο πέτρινο δάπεδο και τα σακίδια και τα δέματα πετάχτηκαν δεξιά κι αριστερά. Εκείνος μούγκρισε, όταν χτύπησε κάτω και η λαβή του σπαθιού βούλιαξε στην πλευρά του, και ξαναμούγκρισε, όταν η Εγκουέν σκαρφάλωσε πάνω του και κάθισε στην πλάτη του σαν σε καρέκλα. «Η μητέρα μου», του είπε με σταθερή φωνή, «πάντα μου έλεγε ότι ο καλύτερος τρόπος για να κουμαντάρεις άντρα είναι να μάθεις πώς να καβαλικεύεις μουλάρι. Είπε ότι τις πιο πολλές φορές έχουν τα ίδια μυαλά. Καμιά φορά το μουλάρι είναι εξυπνότερο».

Ο Ραντ σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Κατέβα από πάνω μου, Εγκουέν! Κατέβα! Εγκουέν, αν δεν κατέβεις» —χαμήλωσε απειλητικά τη φωνή του— «θα σου κάνω κάτι. Ξέρεις τι είμαι». Πρόσθεσε και μια άγρια ματιά καλού-κακού.

Η Εγκουέν ρούφηξε τη μύτη της. «Δεν θα μου έκανες τίποτα, ακόμα κι αν μπορούσες. Δεν θα πείραζες κανέναν. Δεν μπορείς, πάντως. Ξέρω ότι δεν μπορείς να διαβιβάσεις τη Μία Δύναμη όποτε θέλεις· απλώς συμβαίνει, και δεν μπορείς να την ελέγξεις. Εγώ, από την άλλη μεριά, κάνω μαθήματα με τη Μουαραίν, έτσι, αν δεν ακούσεις τη φωνή της λογικής, Ραντ αλ’Θορ, ίσως βάλω φωτιά στο παντελόνι σου. Τουλάχιστον αυτό είναι μέσα στις ικανότητές μου. Αν συνεχίσεις το ίδιο βιολί, θα σου δείξω». Απότομα, για μια στιγμή, η φλόγα στον κοντινότερο δαυλό του τοίχου θέριεψε και βρυχήθηκε. Η Εγκουέν τσίριξε και την κοίταξε, ξαφνιασμένη.

Ο Ραντ στριφογύρισε, την άρπαξε από το μπράτσο, την κατέβασε από την πλάτη του και την έβαλε να καθίσει κόντρα στον τοίχο. Όταν ανακάθισε και ο ίδιος, η Εγκουέν καθόταν απέναντι του, τρίβοντας με γοργές κινήσεις το μπράτσο της. «Στ’ αλήθεια θα το έκανες, ε;» της είπε θυμωμένα. «Παίζεις με πράγματα που δεν καταλαβαίνεις. Μπορεί να μας έκανες και τους δύο κάρβουνο!»

«Άνδρες! Όταν χάνετε στη συζήτηση, ή φεύγετε ή καταφεύγετε στη βία».

«Για μια στιγμή! Ποιος έβαλε τρικλοποδιά τον άλλο; Ποιος κάθισε πάνω στον άλλο; Και απείλησες —προσπάθησες!— να—» Σήκωσε και τα δύο χέρια. «Όχι, τέρμα. Πάντα αυτό κάνεις. Κάθε φορά που βλέπεις ότι η συζήτηση δεν πάει όπως θες, ξαφνικά τσακωνόμαστε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Όχι αυτή τη φορά».

«Δεν τσακώνομαι», είπε εκείνη γαλήνια, «ούτε και αλλάζω το θέμα. Τι σημαίνει το ότι κρύβεσαι, αν όχι ότι τρέχεις να ξεφύγεις; Και αφού κρυφτείς, θα το σκάσεις στ’ αλήθεια. Και γιατί πληγώνεις τον Ματ και τον Πέριν και τον Λόιαλ; Και μένα; Ξέρω γιατί. Φοβάσαι ότι θα πληγώσεις κάποιον ακόμα χειρότερα, αν τον αφήσεις να μείνει κοντά σου. Αν δεν κάνεις αυτό που δεν πρέπει να κάνεις, τότε δεν θα έχεις να φοβηθείς μήπως πληγώσεις κανέναν, Τόσο τρέξιμο και τσακωμοί, και δεν ξέρεις καν αν υπάρχει λόγος. Γιατί να ξέρουν καν την ύπαρξη σου η Έδρα της Άμερλιν, ή οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι εκτός από τη Μουαραίν;»

Ο Ραντ για μια στιγμή στάθηκε κοιτάζοντας την. Όσο περισσότερο έμενε με τη Μουαραίν και τη Νυνάβε, τόσο πιο πολλά φερσίματά τους αποκτούσε, τουλάχιστον όταν το ήθελε. Φορές-φορές έμοιαζαν πολύ, η Άες Σεντάι και η Σοφία, με το απόμακρο βλέμμα που έδειχνε να ξέρει πολλά. Το ίδιο βλέμμα από την Εγκουέν του έφερνε ταραχή. Τελικά, της είπε τι είχε πει ο Λαν, «Τι άλλο να εννοούσε;»

Το χέρι της πάγωσε πάνω στο μπράτσο της και έσμιξε τα φρύδια βυθισμένη σε σκέψεις. «Η Μουαραίν ξέρει για σένα, και δεν έκανε τίποτε, άρα γιατί να κάνει κάτι τώρα; Όμως, αν ο Λαν...» Ακόμα συνοφρυωμένη, τον κοίταξε κατάματα. «Οι αποθήκες είναι το πρώτο μέρος που θα ψάξουν. Αν ψάξουν. Μέχρι να δούμε αν ψάχνουν, πρέπει να πας σε μέρος που δεν θα σκεφτούν καθόλου να κοιτάξουν. Ξέρω. Το μπουντρούμι».

Εκείνος σηκώθηκε όρθιος. «Το μπουντρούμι!»

Перейти на страницу:

Похожие книги