Η όψη του έφερε στον Ραντ ανεπιθύμητες αναμνήσεις. Τον Φάιν στο κάθισμα της μεγάλης άμαξάς του, όταν ήταν πραματευτής, να περνά τη Γέφυρα των Κάρων και να φτάνει στο Πεδίο του Έμοντ ανήμερα τη Νύχια του Χειμώνα. Τη Νύχια του Χειμώνα είχαν έρθει οι Τρόλοκ, σκοτώνοντας και καίγοντας, κυνηγώντας. Κυνηγούσαν τρεις νεαρούς, είχε πει η Μουαραίν.
Ο Φάιν σηκώθηκε όρθιος, όταν πλησίασε η Εγκουέν, χωρίς να κρύβει τα μάτια, χωρίς καν να βλεφαρίσει στο φως. Της χαμογέλασε, μ’ ένα χαμόγελο που άγγιξε μόνο τα χείλη του, και ύστερα ύψωσε το βλέμμα πάνω από το κεφάλι της. Κοιτάζοντας κατευθείαν τον Ραντ, ο οποίος ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι πίσω από το φως, τον έδειξε μ’ ένα γαμψό δάχτυλο. «Σε νιώθω εκεί, να κρύβεσαι, Ραντ αλ’Θορ», είπε, σχεδόν τραγουδιστά. «Δεν μπορείς να κρυφτείς, ούτε από μένα, ούτε απ’ αυτούς. Νόμιζες ότι όλα είχαν τελειώσει, ε; Αλλά η μάχη ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ. Έρχονται για μένα, έρχονται για σένα, και ο πόλεμος συνεχίζεται. Είτε ζήσεις, είτε πεθάνεις, για σένα ποτέ δεν τελειώνει. Ποτέ». Ξαφνικά, άρχισε να απαγγέλλει.
Άφησε το χέρι του να πέσει χαλαρό και τα μάτια του υψώθηκαν για να κοιτάζουν με προσήλωση ψηλά, προς τα πάνω στο σκοτάδι. Το στόμα του παραμορφώθηκε μ’ ένα στραβό χαμόγελο· χασκογέλασε βαθιά μέσα στο λαιμό του, σαν να του φαινόταν αστείο αυτό που έβλεπε. «Ο Μόρντεθ ξέρει πιο πολλά απ’ όλους σας. Ο Μόρντεθ ξέρει».
Η Εγκουέν οπισθοχώρησε, ώσπου έφτασε στον Ραντ, και το φως της λάμπας μόλις που άγγιζε τα κάγκελα του κελιού του Φάιν. Ο πραματευτής ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι, αλλά πάλι άκουγαν το χασκόγελό του. Ακόμα και χωρίς να τον βλέπει, ο Ραντ ήταν σίγουρος πως ο Φάιν ακόμα ατένιζε το τίποτα.
Ανατριχιάζοντας, πήρε το χέρι του από τη λαβή του σπαθιού. «Φως μου!» είπε βραχνά. «Αυτό εννοούσες, όταν είπες ότι ήταν όπως άλλοτε;»
«Μερικές φορές καλυτερεύει και μερικές χειροτερεύει». Η φωνή της Εγκουέν σιγότρεμε. «Τώρα είναι χειρότερα — πολύ χειρότερα απ’ όσο συνήθως».
«Αναρωτιέμαι τι να βλέπει. Είναι τρελός, έτσι που κοιτάζει το πέτρινο ταβάνι μέσα στο σκοτάδι».
«Δεν ήταν καλή η ιδέα μου, Ραντ». Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της προς το κελί, τον τράβηξε παραπέρα και χαμήλωσε τη φωνή της, σαν να φοβόταν ότι θα τους άκουγε ο Φάιν. Το χασκόγελο του Φάιν τους ακολούθησε. «Ακόμα κι αν δεν ψάξουνε εδώ, δεν μπορώ να μείνω μ’ αυτόν σε τέτοια κατάσταση και νομίζω ότι ούτε συ δεν θα ’πρεπε να μείνεις. Έχει κάτι πάνω του σήμερα που...» Ανάσανε τρέμοντας. «Υπάρχει ένα μέρος, που είναι ακόμα πιο ασφαλές απ’ αυτό. Δεν το ανέφερα πριν, επειδή ήταν πιο εύκολο να σε βάλω εδώ, αλλά δεν θα κοιτάξουν στους γυναικωνίτες. Ποτέ».
«Στους...! Εγκουέν, μπορεί ο Φάιν να είναι τρελός, μα εσύ είσαι για δέσιμο. Δεν μπορείς να κρυφτείς από τις σφήκες στη σφηκοφωλιά».
«Υπάρχει καλύτερο μέρος; Σε ποιο σημείο του οχυρού δεν μπαίνει κανείς άνδρας δίχως πρόσκληση από γυναίκα, ούτε καν ο Άρχοντας Άγκελμαρ; Ποιο είναι το μόνο μέρος που δεν θα σκεφτεί κανείς να ψάξει για να βρει κάποιον άνδρα;»
«Ποιο είναι το μόνο μέρος στο οχυρό που σίγουρα θα ’ναι γεμάτο Άες Σεντάι; Είναι τρέλα, Εγκουέν».
Εκείνη, πιάνοντας τα μπαγκάζια του, μίλησε σαν να ήταν όλα κανονισμένα. «Πρέπει να τυλίξεις το σπαθί και το τόξο με το μανδύα, έτσι θα μοιάζει σαν να σε έβαλα να κουβαλήσεις τα πράγματά μου. Δεν θα δυσκολευτούμε να σου βρούμε άλλο γιλέκο και πουκάμισο, όχι σαν τα ωραία που φοράς. Όμως θα πρέπει να καμπουριάζεις».
«Σου είπα, δεν έρχομαι».
«Έτσι που μουλάρωσες, θα σου είναι παιχνιδάκι να κάνεις το υποζύγιό μου. Εκτός αν ειλικρινά προτιμάς να μείνεις εδώ κάτω μαζί μ’ αυτόν».
Ο γελαστός ψίθυρος του Φάιν ακούστηκε από τις μαύρες σκιές. «Η μάχη ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ. Ο Μόρντεθ ξέρει».
«Περισσότερες ελπίδες θα είχα, αν σαλτάριζα από τα τείχη», μουρμούρισε ο Ραντ. Αλλά κατέβασε τα πράγματα από τον ώμο του και άρχισε να κουκουλώνει το σπαθί και το τόξο και τη φαρέτρα, όπως του είχε υποδείξει η Εγκουέν.
Στο σκοτάδι, ο Φάιν γέλασε. «Ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ. Ποτέ».
4
Η Πρόσκληση