Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Αναγνώρισε και τις δύο. Ήταν η μελαχρινή Ανάγια με τα γαλάζια κρόσσια στο σάλι, και η ξανθομάλλα Λίαντριν με τα κόκκινα. Η Λίαντριν όχι μόνο έδειχνε νέα, αλλά ήταν, νέα και όμορφη, με κουκλίστικο πρόσωπο και μικρό στόμα, που ήταν σφιγμένο με μια τσατισμένη έκφραση· το χέρι της ήταν υψωμένο, έτοιμο να ξαναχτυπήσει την πόρτα. Τα μαύρα φρύδια της και τα ακόμα πιο σκοτεινά μάτια της έρχονταν σε αντίθεση με τη βροχή των καστανόξανθων κοτσίδων που έπεφταν στους ώμους της, αλλά αυτός ο συνδυασμός δεν ήταν ασυνήθιστος στο Τάραμπον. Και οι δύο γυναίκες ήταν ψηλότερες από τη Μουαραίν, αν και η Λίαντριν την ξεπερνούσε λιγότερο από μια πιθαμή.

Στο άχαρο πρόσωπο της Ανάγια φάνηκε ένα χαμόγελο, όταν η Μουαραίν άνοιξε την πόρτα. Αυτό το χαμόγελο της χάριζε τη μόνη ομορφιά που θα είχε ποτέ, μα ήταν αρκετή· σχεδόν όλοι ένιωθαν ασφαλείς, ξεχωριστοί και ανακουφισμένοι, όταν τους χαμογελούσε η Ανάγια. «Το Φως να λάμπει πάνω σου, Μουαραίν. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Είσαι καλά; Πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε».

«Η καρδιά μου νιώθει ανάλαφρη μαζί σου, Ανάγια». Αυτή ήταν η καθαρή αλήθεια· χαιρόταν, ξέροντας ότι είχε τουλάχιστον μια φίλη μεταξύ των Άες Σεντάι που είχαν έρθει στο Φαλ Ντάρα. «Το Φως να σε φωτίζει».

Το στόμα της Λίαντριν σφίχτηκε, και το χέρι της τράβηξε απότομα το σάλι. «Η Έδρα της Άμερλιν, απαιτεί να παρουσιαστείς ενώπιόν της, Αδελφή». Κι η φωνή της, επίσης, έδειχνε εκνευρισμό και ψυχρότητα. Όχι εξαιτίας της Μουαραίν, ή τουλάχιστον όχι μόνο εξαιτίας της· η Λίαντριν πάντα φαινόταν σαν κάτι να της πήγαινε στραβά. Καισούφιασε και προσπάθησε να κοιτάξει το δωμάτιο, πάνω από τον ώμο της Μουαραίν. «Αυτός ο θάλαμος, προστατευμένος με φυλακτό. Δεν μπορούμε να μπούμε. Γιατί βάζεις φυλακτά εναντίον των αδελφών σου;»

«Εναντίον όλων», απάντησε η Μουαραίν, δίχως να διατάσει. «Πολλές υπηρέτριες είναι περίεργες για τις Άες Σεντάι και δεν θέλω να ψαχουλεύουν στα δωμάτιά μου όταν λείπω. Μέχρι τώρα δεν υπήρχε ανάγκη να κάνω διάκριση». Έκλεισε πίσω της την πόρτα κι έμειναν και οι τρεις στο διάδρομο. «Να πηγαίνουμε; Δεν πρέπει να μας περιμένει η Άμερλιν».

Προχώρησε στο διάδρομο, με την Ανάγια να τιτιβίζει δίπλα της. Η Λίαντριν στάθηκε για μια στιγμή, κοιτάζοντας την πόρτα σαν να αναρωτιόταν τι έκρυβε η Μουαραίν, και μετά έτρεξε να προλάβει τις άλλες. Στάθηκε στο πλευρό της Μουαραίν, περπατώντας αλύγιστη, σαν φρουρός. Η Ανάγια απλώς περπατούσε, συντροφεύοντας τη Μουαραίν. Τα σανδαλοφορεμένα πόδια τους άγγιζαν απαλά τα πυκνά χαλιά με τα απλά σχέδια.

Γυναίκες με λιβρέες έκλιναν βαθιά το γόνυ, καθώς περνούσαν οι Άες Σεντάι, πολλές μάλιστα πιο βαθιά απ’ όσο θα το έκαναν για τον ίδιο τον Άρχοντα του Φαλ Ντάρα. Άες Σεντάι, τρεις μαζί, ενώ στο οχυρό ήταν η Έδρα της Άμερλιν αυτοπροσώπως· οι γυναίκες του οχυρού δεν περίμεναν να έχουν μεγαλύτερη τιμή στη ζωή τους. Μερικές γυναίκες από Οίκους ευγενών ήταν στους διαδρόμους, κι έκλιναν το γόνυ και αυτές, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν θα έκαναν για τον Άρχοντα Άγκελμαρ. Η Μουαραίν και η Ανάγια χαμογελούσαν και έκλιναν την κεφαλή, ως απάντηση στους όλο σεβασμό χαιρετισμούς των άλλων, των ευγενών και των υπηρετριών αδιακρίτως. Η Λίαντριν αγνοούσε τους πάντες.

Εδώ φυσικά υπήρχαν μόνο γυναίκες, καθόλου άνδρες. Κανένας άρρην Σιναρανός πάνω από την ηλικία των δέκα ετών δεν θα έμπαινε στους γυναικωνίτες δίχως άδεια ή πρόσκληση, αν και μερικά αγοράκια έπαιζαν στους διαδρόμους. Γονάτιζαν αδέξια στο ένα γόνατο όμως, όταν οι αδελφές τους έκλιναν βαθιά το γόνυ. Η Ανάγια μερικές φορές χαμογελούσε και χάιδευε κάποια παιδικά κεφαλάκια καθώς περνούσε.

«Αυτή τη φορά, Μουαραίν», είπε η Ανάγια, «έλειψες πολύ καιρό από την Ταρ Βάλον. Πάρα πολύ καιρό. Η Ταρ Βάλον σε νοσταλγεί. Οι αδελφές σου σε νοσταλγούν. Και ο Λευκός Πύργος σε χρειάζεται».

«Κάποιες πρέπει να δουλέψουμε στον έξω κόσμο», είπε η Μουαραίν γλυκά. «Αφήνω σε σένα την Αίθουσα του Πύργου, Ανάγια. Όμως στην Ταρ Βάλον μαθαίνεις πιο πολλά για όσα συμβαίνουν στον κόσμο απ’ όσα ακούω εγώ. Πολύ συχνά τρέχω και προσπερνώ όσα γίνονται εκεί που ήμουν χθες. Τι νέα άκουσες;»

«Τρεις ακόμα ψεύτικοι Δράκοντες». Η Λίαντριν δαγκώθηκε. «Στη Σαλδαία, στο Μουράντυ και στο Δάκρυ, ψεύτικοι Δράκοντες σπαράζουν τον κόσμο. Ενώ στο μεταξύ εσείς οι Γαλάζιες χαμογελάτε και αερολογείτε και προσπαθείτε να κρυφτείτε στο παρελθόν». Η Ανάγια ύψωσε το φρύδι της και η Λίαντριν έκλεισε το στόμα της ξεφυσώντας κοφτά.

«Τρεις», στοχάστηκε η Μουαραίν χαμηλόφωνα. Για μια στιγμή τα μάτια της άστραψαν, μα γρήγορα το έκρυψε. «Τρεις τα δύο τελευταία χρόνια, και τώρα άλλοι τρεις μονομιάς».

«Όπως έγινε με τους άλλους, θα φροντίσουμε κι αυτούς. Κι αυτά τα αρσενικά παράσιτα και τον συρφετό των κουρελήδων που ακολουθεί τα λάβαρα τους».

Перейти на страницу:

Похожие книги