«Πρέπει να ξέρεις ότι ανήγγειλαν το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος στο Ίλιαν, πρώτη φορά μετά από τετρακόσια χρόνια. Οι Ιλιανοί λένε ότι πλησιάζει η Τελευταία Μάχη» —η Ανάγια ρίγησε, καδόλου αδικαιολόγητα, αλλά συνέχισε δίχως να σταματήσει— «και το Κέρας του Βαλίρ πρέπει να βρεθεί, πριν την τελική μάχη εναντίον της Σκιάς. Έχουν ήδη αρχίσει να μαζεύονται άνδρες απ’ όλες τις χώρες, ολοπρόθυμοι να γίνουν κι αυτοί μέρος των θρύλων, να βρουν το Κέρας. Το Μουράντυ και η Αλτάρα είναι σε αναταραχή, φυσικά, νομίζοντας πως όλα είναι προπέτασμα καπνού για εισβολή. Μάλλον γι’ αυτό οι Μουραντιανοί έπιασαν τόσο γρήγορα τον δικό τους ψεύτικο Δράκοντα. Όπως και να ’χει, θα υπάρξουν πολλές καινούργιες ιστορίες για να τις προσδέσουν οι βάρδοι και οι τραγουδιστές στον κύκλο. Το Φως ας δώσει να είναι μόνο καινούργιες ιστορίες».
«Ίσως όχι οι ιστορίες που περιμένουν», είπε η Μουαραίν. Η Λίαντριν την κάρφωσε με το βλέμμα, και έμεινε ανέκφραστη.
«Μάλλον όχι», είπε η Ανάγια με πράο τόνο. «Οι αναπάντεχες ιστορίες είναι ακριβώς αυτές που θα προσθέσουν στον κύκλο. Πέρα απ’ αυτό, μόνο διαδόσεις έχω να πω. Οι Θαλασσινοί είναι ανάστατοι, τα πλοία τους τρέχουν από λιμάνι σε λιμάνι, σχεδόν χωρίς να δέσουν. Οι αδελφές από τα νησιά λένε ότι έρχεται ο Κοραμούρ, ο Εκλεκτός τους, αλλά δεν λένε τίποτα άλλο. Ξέρεις πόσο λιγομίλητοι είναι οι Αθα’αν Μιέρε με τους ξένους για τον Κοραμούρ, και σ’ αυτό οι αδελφές μας μοιάζουν να σκέφτονται περισσότερο σαν Θαλασσινές παρά σαν Άες Σεντάι. Κι οι Αελίτες επίσης δείχνουν να κινούνται, αλλά κανένας δεν ξέρει γιατί. Με τους Αελίτες, κανείς δεν ξέρει. Τουλάχιστον δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σκοπεύουν να διασχίσουν πάλι τη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, δόξα στο Φως». Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. «Κι τι δεν θα ’δινα για μία έστω αδελφή από τους Αελίτες. Μόνο μία. Ξέρουμε ελάχιστα γι’ αυτούς».
Η Μουαραίν γέλασε. «Μερικές φορές νομίζω ότι ανήκεις στις Καφέ Άτζα, Ανάγια».
«Η Πεδιάδα Αλμοθ», είπε η Λίαντριν, και έδειξε να ξαφνιάζεται που είχε μιλήσει.
«Αυτά κι αν είναι διαδόσεις, Αδελφή», είπε η Ανάγια. «Κάποιοι ψίθυροι που ακούσαμε φεύγοντας από την Ταρ Βάλον, Ίσως να άρχισαν μάχες στην Πεδιάδα Άλμοθ, ίσως και στο Τόμαν Χεντ, επίσης. Επαναλαμβάνω, ίσως. Οι ψίθυροι ήταν ασαφείς. Φήμες φημών. Φύγαμε πριν προλάβουμε να μάθουμε περισσότερα».
«Θα πρέπει να ήταν το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν», είπε η Μουαραίν, και κούνησε το κεφάλι. «Πάνω από τριακόσια χρόνια καυγαδίζουν για την Πεδιάδα Άλμοθ, αλλά ποτέ δεν κατέληξαν σε μάχη». Κοίταξε τη Λίαντριν· υποτίθεται πως κάθε Άες Σεντάι εγκατέλειπε την πρότερη αφοσίωση και υποταγή της σε χώρες και ηγεμόνες, ελάχιστες όμως αποκόβονταν τελείως. Ήταν δύσκολο να αδιαφορήσεις για τη χώρα που σε γέννησε. «Γιατί να ξεκινήσουν τώρα;»
«Φτάνουν οι άσκοπες φλυαρίες», τη διέκοψε θυμωμένα η γυναίκα με τα μελόχρωμα μαλλιά. «Εσένα περιμένει η Άμερλιν, Μουαραίν». Έκανε τρία βιαστικά βήματα μπροστά από τις άλλες και άνοιξε το ένα από τα δύο φύλλα μιας ψηλής πόρτας. «Δεν θα καθίσει να φλυαρήσει μαζί σου».
Η Μουαραίν άγγιξε ασυναίσθητα το σακουλάκι στη μέση της και μπήκε προσπερνώντας τη Λίαντριν, νεύοντας στην άλλη γυναίκα σαν να της είχε κάνει εξυπηρέτηση. Δεν χαμογέλασε καν, όταν το πρόσωπο της Λίαντριν φωτίστηκε για μια στιγμή από θυμό.
Στρώματα πολύχρωμων χαλιών σκέπαζαν το δάπεδο του προθαλάμου και η αίθουσα ήταν ευχάριστα επιπλωμένη, με καρέκλες και τραπεζάκια και πάγκους με μαξιλαράκια, των οποίων το ξύλο ήταν απλώς λειασμένο ή γυαλισμένο. Μπροκάρ κουρτίνες κάλυπταν τις ψηλές βελοθυρίδες για να τις κάνουν να μοιάζουν με παράθυρα η μέρα ήταν ζεστή και η Σιναρανή παγωνιά θα έπεφτε μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα.
Εκεί βρίσκονταν πέντε μόνο από τις Άες Σεντάι που είχαν συνοδεύσει την Άμερλιν. Η Βέριν Μάθγουιν και η Σεραφέλ, του Καφέ Άτζα, δεν σήκωσαν το κεφάλι όταν μπήκε η Μουαραίν. Η Σεραφέλ διάβαζε απορροφημένη ένα παλιό βιβλίο με φθαρμένο και ξεθωριασμένο, δερμάτινο εξώφυλλο, γυρνώντας τις ταλαιπωρημένες σελίδες του με κάθε προσοχή, ενώ η Βέριν, μια παχουλή γυναίκα, καθόταν σταυροπόδι κάτω από μια βελοθυρίδα, υψώνοντας ένα μπουμπούκι στο φως, κρατώντας ταυτόχρονα σημειώσεις και σκιτσάροντας με ακριβείς κινήσεις σε ένα τετράδιο, που ισορροπούσε στο γόνατό της. Είχε ένα ανοιχτό μελανοδοχείο στο πάτωμα δίπλα της και μια στοίβα λουλούδια στην αγκαλιά της. Λίγα πράγματα απασχολούσαν τις Καφέ αδελφές εκτός από την αναζήτηση της γνώσης. Η Μουαραίν μερικές φορές αναρωτιόταν αν αντιλαμβάνονταν τι συνέβαινε στον κόσμο, ή ακόμα και στο ίδιο δωμάτιο μ’ αυτές.