«Ναι, Κόρη. Χωριατόπαιδα, αυτό μου είπε ο Άρχοντας Άγκελμαρ. Μα ένας απ’ αυτούς είναι
Η Ληάνε έκανε ένα ήχο αηδίας, ή ίσως ενόχλησης. Πάντα έμενε στην άκρη, όταν μιλούσε η Έδρα της Άμερλιν, όμως η Μουαραίν τώρα δικαιολογούσε αυτή τη μικρή διακοπή. Το Πράσινο Άτζα ήταν σύμμαχος του Γαλάζιου επί χίλια χρόνια· από την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου, μιλούσαν με μια φωνή. «Δεν έχω την παραμικρή επιθυμία να σκαλίζω λαχανικά σε κάποιο μακρινό χωριουδάκι, Μητέρα».
«Πέραν τούτου, προτάθηκε, πάλι από το Πράσινο, να δοθεί η φροντίδα σου κατά τη διάρκεια της αναχώρησής σου στο Κόκκινο Άτζα. Οι Κόκκινες Καθήμενες προσπάθησαν να δείξουν έκπληξη, αλλά έμοιαζαν με ψαροπούλια, που ξέρουν ότι η λεία ήταν αφύλαχτη». Η Άμερλιν ξεφύσηξε. «Οι Κόκκινες προσποιήθηκαν ότι ήταν απρόθυμες να αναλάβουν την κηδεμονία κάποιας που δεν ανήκει στο Άτζα τους, αλλά είπαν ότι θα υποτάσσονταν στις επιθυμίες της Αίθουσας».
Άθελά της, η Μουαραίν ανατρίχιασε. «Αυτό θα ήταν... εξαιρετικά δυσάρεστο, Μητέρα». Θα ήταν χειρότερο από δυσάρεστο, πολύ χειρότερο· οι Κόκκινες δεν ήταν ποτέ τους ευγενικές. Παραμέρισε αυτή τη σκέψη, για να ασχοληθεί αργότερα. «Μητέρα, δεν καταλαβαίνω αυτή την συμμαχία, όπως φαίνεται, μεταξύ των Πράσινων και των Κόκκινων. Οι πεποιθήσεις τους, η στάση τους απέναντι στους άνδρες, η άποψή τους για τους σκοπούς μας ως Άες Σεντάι, είναι άκρως αντίθετες. Μια Κόκκινη και μια Πράσινη δεν μπορούν καν να μιλήσουν μεταξύ τους χωρίς να καταλήξουν σε καυγά».
«Τα πράγματα αλλάζουν, Κόρη. Είμαι η πέμπτη κατά σειρά που ανεβάζει στην Έδρα της Άμερλιν το Γαλάζιο. Ίσως νομίζουν ότι αυτό παρατράβηξε, ή ίσως ο τρόπος σκέψης των Γαλάζιων δεν αρκεί πια σε έναν κόσμο γεμάτο ψεύτικους Δράκοντες. Μετά από χίλια χρόνια, πολλά πράγματα αλλάζουν». Η Άμερλιν έκανε ένα μορφασμό και συνέχισε σαν να μονολογούσε. «Τα παλιά τείχη καταρρέουν και οι παλιοί φραγμοί εξασθενούν». Τινάχτηκε λιγάκι και μίλησε με πιο σταθερή φωνή. «Έγινε κι άλλη μια πρόταση, που ακόμα βρωμά, σαν ψάρι που μια βδομάδα σαπίζει στο μόλο. Εφόσον η Ληάνε ανήκει στο Γαλάζιο Άτζα, απ’ όπου προέρχομαι κι εγώ, τέθηκε το ζήτημα ότι, στέλνοντας μαζί μου δύο αδελφές του Γαλάζιου σ’ αυτό το ταξίδι, θα έδιναν τέσσερις εκπροσώπους στο Γαλάζιο. Αυτό τέθηκε στην Αίθουσα, μπροστά μου, σαν να συζητούσαν για επισκευές στις αποχετεύσεις. Δύο Λευκές Αδελφές μίλησαν εναντίον μου, και δύο Πράσινες. Οι Κίτρινες άρχισαν να μουρμουρίζουν μεταξύ τους, και μετά δεν πήραν θέση, ούτε υπέρ ούτε κατά. Άλλη μια να έλεγε όχι, και οι αδελφές σου, η Ανάγια και η Μάιγκαν, δεν θα ήταν εδώ. Μέχρι που συζητήθηκε, εκεί στα φανερά, μήπως δεν έπρεπε να φύγω καν από τον Λευκό Πύργο».
Η Μουαραίν ένιωσε μεγαλύτερο σοκ από πριν, που είχε ακούσει ότι το Κόκκινο Άτζα την ήθελε στα χέρια του. Απ’ όποιο Άτζα και να προερχόταν, η Τηρήτρια των Χρονικών μιλούσε μόνο εκ μέρους της Έδρας της Άμερλιν, και η Έδρα της Άμερλιν μιλούσε εκ μέρους όλων των Άες Σεντάι και όλων των Άτζα. Πάντα έτσι ήταν και κανένας δεν είχε τολμήσει ποτέ να πει το αντίθετο, ούτε ακόμα και στους πιο σκοτεινούς καιρούς των Πολέμων των Τρόλοκ, ούτε ακόμα κι όταν οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχαν μαντρώσει στην Ταρ Βάλον όλες τις Άες Σεντάι που είχαν επιζήσει. Πάνω απ’ όλα, η Έδρα της Άμερλιν ήταν η Έδρα της Άμερλιν. Όλες οι Άες Σεντάι είχαν ορκιστεί να την υπακούουν. Καμία τους δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τις πράξης της, ή το πού σκόπευε να πάει. Αυτή η πρόταση ήταν αντίθετη με τρισχιλιετή έθιμα και νόμους.
«Ποιος θα το τολμούσε, Μητέρα;»
Το γέλιο της Έδρας της Άμερλιν ήταν πικρόχολο. «Σχεδόν όλοι, Κόρη. Στο Κάεμλυν ξέσπασαν ταραχές. Το Μεγάλο Κυνήγι αναγγέλθηκε χωρίς να το μυριστούμε πριν την ανακοίνωση. Ψεύτικοι Δράκοντες ξεπηδούν σαν κοκκινοκούδουνα μετά τη βροχή. Έθνη σβήνουν, και περισσότεροι ευγενείς από κάθε άλλη φορά παίζουν το Παιχνίδι των Οίκων από τότε που οι Άρτουρ ο Γερακόφτερος ξερίζωσε τις δολοπλοκίες τους. Και το χειρότερο, όλες μας ξέρουμε ότι ο Σκοτεινός σαλεύει ξανά. Αν υπάρχει μια αδελφή που δεν πιστεύει ότι ο Λευκός Πύργος μένει πίσω από τα γεγονότα, τότε ή είναι του Καφέ Άτζα, ή πεθαμένη. Δεν μας μένει πολύς χρόνος, Κόρη. Μερικές φορές τον νιώθω να κυλά τόσο γρήγορα».
«Όπως λες, Μητέρα, τα πράγματα αλλάζουν. Αλλά υπάρχουν μεγαλύτεροι κίνδυνοι έξω από τα Λαμπερά Τείχη παρά μέσα».
Για μια ατέλειωτη στιγμή η Άμερλιν στάθηκε μπροστά στο σταθερό βλέμμα της Μουαραίν, και ύστερα ένευσε αργά. «Άφησέ μας, Ληάνε. Θέλω να μιλήσω μονάχη στην Κόρη μου τη Μουαραίν».
Η Ληάνε μόνο για μια στιγμή δίστασε πριν πει, «Όπως επιθυμείς, Μητέρα». Η Μουαραίν ένιωσε την έκπληξη της. Η Άμερλιν δεν δεχόταν πολύ κόσμο δίχως την παρουσία της Τηρήτριας, ειδικά μια αδελφή την οποία είχε λόγους να ψέξει.