Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Η πόρτα άνοιξε κι έκλεισε πίσω από τη Ληάνε. Δεν Θα έλεγε λέξη στον προθάλαμο για όσα είχαν διαμειφθεί εκεί μέσα, αλλά η είδηση ότι η Μουαραίν ήταν μόνη μαζί με την Έδρα της Άμερλιν θα απλωνόταν στις Άες Σεντάι του Φαλ Ντάρα σαν πυρκαγιά σε ξερό δάσος, και όλες θα άρχιζαν να κάνουν υποθέσεις.

Μόλις έκλεισε η πόρτα, η Άμερλιν σηκώθηκε, και η Μουαραίν ένιωσε ένα στιγμιαίο γαργαλητό στην επιδερμίδα της, καθώς η άλλη γυναίκα διαβίβαζε τη Μία Δύναμη. Για μια στιγμή, η Έδρα της Άμερλιν της φάνηκε περικυκλωμένη από μια λαμπερή άλω.

«Δεν ξέρω αν καμιά άλλη ξέρει το παλιό σου κόλπο», είπε η Έδρα της Άμερλιν, αγγίζοντας ανάλαφρα μ’ ένα δάχτυλο τη γαλάζια πέτρα στο μέτωπο της Μουαραίν, «αλλά οι πιο πολλές θυμόμαστε κάποια κολπάκια από τότε που ήμασταν παιδιά. Πάντως, τώρα δεν μας ακούει κανείς».

Ξαφνικά τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη Μουαραίν, μια ζεστή αγκαλιά μεταξύ παλιών φιλενάδων η Μουαραίν την ανταπέδωσε.

«Είσαι η μοναδική, Μουαραίν, με την οποία μπορώ να θυμηθώ ποια ήμουν. Ακόμα και η Ληάνε πάντα κάνει ότι έγινα το οράριο και το ραβδί, ακόμα κι όταν είμαστε μόνες, λες και δεν χαχανίζαμε παρέα όταν ήμασταν μαθητευόμενες. Μερικές φορές λέω μακάρι να ήμασταν ακόμα μαθητευόμενες, εγώ κι εσύ. Ακόμα αθώες, να βλέπουμε τα πάντα σαν ιστορία βάρδου που βγήκε αληθινή, ακόμα αθώες, για να νομίζουμε ότι θα μπορούσαμε να βρούμε άνδρες —θα ήταν πρίγκιπες, θυμάσαι;— που θα άντεχαν να ζήσουν με γυναίκες που έχουν τη δύναμη των Άες Σεντάι. Αρκετά αθώες για να ονειρευόμαστε ότι η ιστορία του βάρδου θα είχε ευτυχισμένο τέλος, ότι θα ζούσαμε τη ζωή μας όπως οι άλλες γυναίκες, απλώς με κάτι παραπάνω απ’ αυτές».

«Είμαστε Άες Σεντάι, Σιουάν. Έχουμε το καθήκον μας. Ακόμα κι αν εμείς οι δύο δεν είχαμε γεννηθεί με την ικανότητα να διαβιβάζουμε, θα τα εγκατέλειπες όλα για ένα σπιτικό κι έναν σύζυγο, έστω κι αν ήταν πρίγκιπας; Δεν το πιστεύω. Είναι το όνειρο μιας νοικοκυράς από χωριό. Ακόμα και οι Πράσινες δεν το τραβάνε τόσο».

Η Άμερλιν έκανε ένα βήμα πίσω. «Όχι, δεν θα τα εγκατέλειπα. Τις περισσότερες φορές, αυτό λέω. Αλλά ήρθαν στιγμές που ζήλεψα τη νοικοκυρά του χωριού. Αυτή τη στιγμή, σχεδόν έτσι νιώθω. Μουαραίν, αν κανείς ανακαλύψει, ακόμα και η Ληάνε, τι σχεδιάζουμε, τότε θα μας σιγανέψουν και τις δύο. Και δεν μπορώ να πω ότι θα είναι λάθος τους».

5

Η Σκιά στο Σίναρ

Σιγάνεμα. Η λέξη φάνηκε να τρεμοπαίζει στον αέρα, σχεδόν ορατή. Όταν το έκαναν σε έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη» τον οποίο έπρεπε να σταματήσουν, πριν η τρέλα τον αναγκάσει να καταστρέψει τα πάντα γύρω του, λεγόταν ειρήνεμα, αλλά για τις Άες Σεντάι ήταν σιγάνεμα. Σιγανεμένες. Δεν θα μπορούσαν πια να διαβιβάσουν τη ροή της Μίας Δύναμης. Θα μπορούσαν να νιώθουν το σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής, αλλά δεν θα είχαν πια την ικανότητα να το αγγίζουν. Θα θυμούνταν για πάντα τι είχαν χάσει. Τόσο σπάνια γινόταν αυτό, που όλες οι μαθητευόμενες ήταν υποχρεωμένες να μάθουν το όνομα καθεμιάς Άες Σεντάι που είχε σιγανευτεί μετά το Τσάκισμα του Κόσμου, και το έγκλημά της, μα δεν μπορούσαν να το φέρουν στο νου τους δίχως ανατριχίλα. Ούτε οι άνδρες άντεχαν το ειρήνεμα, ούτε οι γυναίκες το σιγάνεμα.

Η Μουαραίν ήξερε από την αρχή το ρίσκο, και ήξερε ότι ήταν αναγκαίο. Αυτό δεν σήμαινε ότι το συλλογιζόταν μ’ ευχαρίστηση. Τα μάτια της στένεψαν, και μόνο η λάμψη τους έδειχνε το θυμό και την ανησυχία της. «Η Ληάνε θα σε ακολουθούσε ως τις πλαγιές του Σάγιολ Γκουλ, Σιουάν, ως το Χάσμα του Χαμού. Δεν μπορεί να νομίζεις ότι θα σε πρόδιδε».

«Όχι. Αλλά, όμως, θα το θεωρούσε προδοσία; Είναι προδοσία να προδώσεις τον προδότη; Το σκέφτηκες ποτέ;»

«Ποτέ. Αυτό που κάνουμε, Σιουάν, είναι αυτό που πρέπει να γίνει. Το γνωρίζουμε και οι δύο, είκοσι χρόνια τώρα. Ο Τροχός υφαίνει όπως ο Τροχός το θέλει, και γι’ αυτό μας διάλεξε το Σχήμα. Είμαστε μέρος των Προφητειών, και οι Προφητείες πρέπει να εκπληρωθούν. Πρέπει!»

«Οι Προφητείες πρέπει να εκπληρωθούν. Μας δίδαξαν ότι έτσι θα γίνει, και πρέπει να γίνει, αλλά η εκπλήρωσή τους θα προδώσει όλα τα άλλα που διδαχθήκαμε. Κάποιοι Θα έλεγαν ότι θα προδώσει όλα όσα πιστεύουμε». Τρίβοντας τα μπράτσα της, η Έδρα της Άμερλιν πλησίασε τη στενή βελοθυρίδα και κοίταξε τον κήπο πιο κάτω. Άγγιξε τις κουρτίνες. «Εδώ στους γυναικωνίτες κρεμούν κουρτίνες για να απαλύνουν την όψη του δωματίου, και φτιάχνουν πανέμορφους κήπους, αλλά δεν υπάρχει κανένα σημείο αυτού του μέρους που να μην είναι φτιαγμένο για μάχες, σκοτωμούς και θανάτους». Συνέχισε με τον ίδιο στοχαστικό τόνο. «Μόνο δύο φορές μετά το Τσάκισμα του Κόσμου αφαίρεσαν από την Έδρα της Άμερλιν το οράριο και το ραβδί της».

«Από την Τετσουάν, η οποία πρόδωσε τη Μανέθερεν, ζηλεύοντας τις δυνάμεις της Ελισάντε, και από την Μπόνχουιν, που για να κυριαρχήσει στον κόσμο προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο σαν μαριονέτα, κι έτσι παραλίγο θα γκρέμιζε την Ταρ Βάλον».

Перейти на страницу:

Похожие книги