Η Άμερλιν συνέχισε να ατενίζει τον κήπο. «Και ο; δύο Κόκκινες, και οι δύο αντικαταστάθηκαν από Άμερλιν του Γαλάζιου. Είναι ο λόγος που δεν εξελέγη Άμερλιν από το Κόκκινο μετά την Μπόνχουιν, και ο λόγος που το Κόκκινο Άτζα θα αρπάξει και την παραμικρή πρόφαση για να ρίξει μια Άμερλιν από το Γαλάζιο· να πώς ταιριάζουν όλα ωραία μεταξύ τους. Δεν θέλω να γίνω η τρίτη που θα χάσει οράριο και ραβδί, Μουαραίν. Για σένα, φυσικά, σημαίνει ότι θα σε σιγάνευαν και θα σε έδιωχναν εκτός των Λαμπερών Τειχών».
«Η Ελάιντα, κατ’ αρχάς, δεν θα με άφηνε να γλιτώσω τόσο εύκολα». Η Μουαραίν κοίταξε εξεταστικά την πλάτη της φίλης της.
Η άλλη γυναίκα συνέχισε, σαν να μην είχε μιλήσει η Μουαραίν. «Για μένα, θα ήταν αλλιώς. Ακόμα και σαγηνεμένη, μια Άμερλιν που ανατράπηκε δεν θα της επιτρέψουν να τριγυρνά ανεξέλεγκτη· μπορεί άλλες να τη δουν σαν μάρτυρα, να γίνει πόλος έλξης της αντιπολίτευσης. Την Τετσουάν και την Μπόνχουιν τις κράτησαν στον Λευκό Πύργο για υπηρέτριες. Για λαντζιέρες, να μπορούν να τις δείχνουν σαν προειδοποίηση για το τι μπορούν να πάθουν και οι πιο ισχυροί. Τι πόλος θα γινόταν μια γυναίκα, που όλη μέρα σφουγγαρίζει πατώματα και πλένει κατσαρολικά; Θα τη συμπονούσαν, μα δεν θα συσπειρώνονταν γύρω της».
Με μάτια γεμάτα φλόγες, η Μουαραίν στηρίχθηκε με τις γροθιές στο τραπέζι. «Κοίταξέ με, Σιουάν. Κοίταξέ με! Λες ότι θέλεις να τα εγκαταλείψεις, μετά από τόσα χρόνια, μετά απ’ όσα κάναμε; Να εγκαταλείψεις, και να παρατήσεις τον κόσμο; Μόνο επειδή φοβάσαι ότι θα σε δείρουν με τη βίτσα, αν δεν πλύνεις καλά τις κατσαρόλες;» Πότισε τα λόγια της μ’ όσο πιο πολύ χλευασμό μπορούσε, και ανακουφίστηκε, όταν η φίλη της στριφογύρισε για να την αντικρίσει. Το σθένος υπήρχε ακόμα, εξασθενημένο, αλλά υπήρχε ακόμα. Τα καταγάλανα μάτια έκαιγαν από θυμό, σαν τα δικά της.
«Θυμάμαι ποια από τις δυο μας τσίριζε δυνατότερα, όταν μας έδερναν τότε που ήμασταν μαθητευόμενες. Είχες ζήσει μαλθακή ζωή στην Καιρχίν, Μουαραίν. Δεν ήταν σαν να δουλεύεις σε ψαρόβαρκα». Η Σιουάν χτύπησε απότομα το τραπέζι, κι ο κρότος ακούστηκε δυνατός. «Όχι, δεν προτείνω να εγκαταλείψουμε, αλλά ούτε σκοπεύω να δω τα πάντα να χάνονται μέσα από τα χέρια μας
«Είχαμε ένα σχέδιο! Ένα σχέδιο, Μουαραίν! Θα έβρισκες τον μικρό και θα τον έφερνες στην Ταρ Βάλον, για να τον κρύψουμε σε ασφάλεια και να τον καθοδηγήσουμε. Από τότε που έφυγες από τον Πύργο, έλαβα μόνο δύο μηνύματά σου. Μόνο δύο! Νιώθω σαν να προσπαθώ να αρμενίσω στα Δάχτυλα του Δράκοντα μέσα στη σκοτεινιά. Ένα μήνυμα για να πεις ότι έμπαινες στους Δύο Ποταμούς, ότι πήγαινες στο χωριό, σ’ εκείνο το Πεδίο του Έμοντ. Σε λίγο, σκέφτηκα εγώ. Τον βρήκε και σε λίγο θα τον έχει στα χέρια της. Έπειτα το μήνυμα από το Κάεμλυν, για να πεις ότι ερχόσουν στο Σίναρ, στο Φαλ Ντάρα, όχι στην Ταρ Βάλον. Στο Φαλ Ντάρα, με τη Μάστιγα τόσο κοντά που την αγγίζεις. Στο Φαλ Ντάρα, όπου οι Τρόλοκ κάνουν επιδρομές και οι Μυρντράαλ φτάνουν σχεδόν ως τα τείχη του. Κοντά είκοσι χρόνια καταστρώνουμε και ερευνούμε, και εσύ πετάς τα σχέδιά μας σχεδόν κατάμουτρα στον Σκοτεινό. Σου έστριψε;»
Τώρα που είχε ξαναφέρει ζωή στην άλλη γυναίκα, η Μουαραίν ξανάδειχνε εξωτερικά γαλήνια. Γαλήνια, αλλά και ανυποχώρητη. «Το Σχήμα δεν λογαριάζει τα σχέδια των ανθρώπων, Σιουάν. Μ’ όλα τα τεχνάσματά μας, ξεχάσαμε τι αντιμετωπίζουμε.
Ο θυμός χάθηκε από το πρόσωπο της Άμερλιν και τη θέση του πήρε μια χλομάδα, σαν από δυνατό ξάφνιασμα. «Φαίνεται σαν να λες
«Όχι, Σιουάν. Ποτέ δεν θα σταυρώσουμε τα χέρια». Αλλά