Η Άμερλιν ρίγησε, σαν να ένιωθε αυτούς τους ανέμους στο σβέρκο της. Τα χέρια της πλησίασαν τον πεπλατυσμένο κύβο από χρυσάφι, και τα κοντόχοντρα, επιδέξια δάχτυλά της βρήκαν συγκεκριμένα σημεία στα περίπλοκα σχέδια. Προσεκτικά ισορροπημένο, το σκέπασμα υψώθηκε και αποκάλυψε ένα κουλουριασμένο χρυσό κέρας, φωλιασμένο σε μια εσοχή, προορισμένη να το συγκρατεί. Σήκωσε το όργανο και το δάχτυλό της ακολούθησε τη ρέουσα αργυρή γραφή στην Παλιά Γλώσσα, η οποία ήταν σκαλισμένη ολόγυρα στο πλατύ στόμιο.
«‘Ο τάφος δεν είναι εμπόδιο στο κάλεσμά μου’», μετέφρασε, με φωνή τόσο χαμηλή, που έμοιαζε να μονολογεί. «Το Κέρας του Βαλίρ, φτιαγμένο για να καλεί νεκρούς ήρωες από τον τάφο. Και η προφητεία είπε ότι θα βρισκόταν ακριβώς πριν την Τελευταία Μάχη». Ξανάχωσε απότομα το κέρας στην εσοχή του και έκλεισε το σκέπασμα, σαν να μην άντεχε πια την όψη του. «Ο Άγκελμαρ μου το πέταξε στα χέρια μόλις τελείωσε το Καλωσόρισμα. Είπε ότι φοβόταν να μπει ακόμα και στο ίδιο του το Θησαυροφυλάκιο μ’ αυτό να είναι εκεί. Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος, είπε. Ο πειρασμός να ηχήσει το Κέρας ο ίδιος και να οδηγήσει βόρεια το στρατό που θα απαντούσε στο κάλεσμα, να περάσουν τη Μάστιγα και να ισοπεδώσουν το Σάγιολ Γκουλ, και να εξοντώσουν τον Σκοτεινό. Ένιωθε την έκσταση της δόξας να τον καίει, είπε, και αυτό του υπέδειξε ότι δεν ήταν γι’ αυτόν, ότι δεν έπρεπε να το κάνει ο ίδιος. Ανυπομονούσε να το ξεφορτωθεί, αλλά ακόμα το ήθελε».
Η Μουαραίν ένευσε. Ο Άγκελμαρ γνώριζε την Προφητεία του Κέρατος, όπως και οι πιο πολλοί από αυτούς που πολεμούσαν τον Σκοτεινό. «‘Αυτός που θα με ηχήσει να μην σκέφτεται τη δόξα, αλλά μόνο τη λύτρωση’».
«Λύτρωση». Η Άμερλιν γέλασε πικρά. «Όπως είδα το βλέμμα του Άγκελμαρ, δεν ήξερε αν έχανε τη λύτρωση, ή αν απέρριπτε την καταδίκη της ψυχής του. Ήξερε μόνο ότι έπρεπε να το παρατήσει, πριν τον κάψει. Προσπάθησε να το κρατήσει μυστικό, αλλά λέει ότι στο οχυρό άρχισαν ήδη να κυκλοφορούν φήμες. Εγώ δεν νιώθω τον πειρασμό, αλλά κι έτσι το Κέρας μου φέρνει ανατριχίλα. Θα πρέπει να το ξαναβάλει στο θησαυροφυλάκιό του, μέχρι να φύγω. Δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ κοντά στο Κέρας, ακόμα κι αν ήταν στο διπλανό δωμάτιο». Έτριψε τις ρυτίδες, τις οποίες η ανησυχία είχε χαράξει στο μέτωπό της, και αναστέναξε. «Και δεν ήταν να βρεθεί, παρά μόνο λίγο πριν την Τελευταία Μάχη. Μπορεί να είναι τόσο κοντινή. Σκεφτόμουν, ήλπιζα, ότι θα είχαμε περισσότερο χρόνο».
«Ο Κύκλος της Κάρεδον».
«Ναι, Μουαραίν. Δεν είναι ανάγκη να μου το θυμίσεις. Ζω με τις Προφητείες του Δράκοντα τόσο καιρό όσο κι εσύ». Η Άμερλιν επυνησε το κεφάλι. «Πάντα υπήρχε ένας μόνο ψεύτικος Δράκοντας σε κάθε γενιά μετά το Τσάκισμα, και τώρα τρεις ταυτοχρόνως λυμαίνονται τον κόσμο, κι άλλοι τρεις τα τελευταία δύο χρόνια. Το Σχήμα απαιτεί έναν Δράκοντα, επειδή το Σχήμα υφαίνει για την Τάρμον Γκάι’ντον. Μερικές φορές με πλημμυρίζουν αμφιβολίες, Μουαραίν». Μίλησε συλλογισμένα, σαν να στοχαζόταν, και συνέχισε με τον ίδιο τόνο. «Αν ο Λογκαίν είναι εκείνος; Μπορούσε να διαβιβάσει, πριν τον φέρουν οι Κόκκινες στο Λευκό Πύργο, όπου τον ειρηνέψαμε. Το ίδιο και ο Μάζριμ Τάιμ, στη Σαλδαία. Κι αν είναι αυτός; Ήδη υπάρχουν αδελφές στη Σαλδαία μπορεί τώρα να τον έχουν πιάσει. Αν εξ αρχής κάναμε λάθος; Τι θα γίνει, αν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας ειρηνευτεί πριν αρχίσει καν η Τελευταία Μάχη; Ακόμα και οι προφητείες μπορεί να αποτύχουν, αν αυτός τον οποίο προφητεύουν σκοτωθεί ή ειρηνευτεί. Και μετά θα αντιμετωπίσουμε τον Σκοτεινό γυμνοί στην καταιγίδα».
«Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν είναι εκείνος, Σιουάν. Το Σχήμα δεν απαιτεί
«‘Γιατί θα έρθει σαν το χάραμα της αυγής, και δα συντρίψει πάλι τον κόσμο με τον ερχομό του, και θα τον κάνει πάλι νέο’. Είτε πάμε γυμνοί στην καταιγίδα, ή καταφεύγουμε σε μια προστασία που θα μας έρθει σαν συμφορά. Το Φως να μας φυλάει». Η Άμερλιν τινάχτηκε, παν να ήθελε να διώξει μακριά τα ίδια της τα λόγια. Το πρόσωπό της είχε πάρει μια σκληρή έκφραση, σαν να ετοιμαζόταν να δεχθεί χτύπημα. «Ποτέ δεν μπορούσες να κρύψεις από μένα τι σκέφτεσαι, όπως κάνεις με τις άλλες, Μουαραίν. Έχεις κι άλλα να μου πεις, και δεν είναι καλά νέα».
Η Μουαραίν για απάντηση πήρε το δερμάτινο σακίδιο από τη ζώνη της και το αναποδογύρισε, χύνοντας τα περιεχόμενά του στο τραπέζι. Έμοιαζε να είναι ένας σωρός από σπασμένα κομμάτια κεραμικού, με αστραφτερά μαύρα και άσπρα χρώματα.
Η Έδρα της Άμερλιν άγγιξε ένα με περιέργεια, και της κόπηκε η ανάσα.