«Έχω τον τρόπο να ονομαστεί Δράκοντας, είτε το επιθυμεί, είτε όχι. Ακόμα κι αν, για κάποιο λόγο, αποτύχω, το ίδιο το Σχήμα θα φροντίσει να ονομαστεί Δράκοντας, είτε το επιθυμεί, είτε όχι. Μην ξεχνάς ότι είναι
Η Άμερλιν αναστέναξε. «Είναι ρίσκο, Μουαραίν. Ρίσκο. Αλλά ο πατέρας μου έλεγε, «Κοριτσάκι μου, αν δεν το ρισκάρεις, τα χάλκινη τα χάνεις». Πρέπει να καταστρώσουμε τα σχέδιά μας. Κάθισε κάτω· θα αργήσουμε να ξεμπερδέψουμε. Θα πω να φέρουν κρασί και τυρί».
Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι. «Έχει πολλή ώρα που είμαστε κλεισμένες ολομόναχες. Αν κάποια προσπάθησε να κρυφακούσει και βρήκε τη Φύλαξη, θα έχει μπει σε σκέψεις. Δεν αξίζει το ρίσκο. Μπορούμε να βρούμε αφορμή για άλλη συνάντηση αύριο».
«Μάλλον έχεις δίκιο. Αλλά να βρεθούμε αύριο νωρίς το πρωί. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να μάθω».
«Το πρωί», συμφώνησε η Μουαραίν. Η Άμερλιν σηκώθηκε, και αγκαλιάστηκαν ξανά. «Το πρωί θα σου πω ό,τι πρέπει να ξέρεις».
Η Ληάνε αγριοκοίταξε τη Μουαραίν, όταν βγήκε στον προθάλαμο, και αμέσως μπήκε στο δωμάτιο της Άμερλιν. Η Μουαραίν προσπάθησε να δείξει ταπεινωμένη, σαν να της τα είχε ψάλει η Άμερλιν με τον διαβόητο τρόπο που συνήθιζε —οι περισσότερες γυναίκες, όσο δυνατή θέληση κι αν είχαν, έβγαιναν από μια τέτοια συνάντηση με τα μάτια βουρκωμένα κατ τα γόνατα να τρέμουν· αλλά δεν ήταν συνηθισμένη να έχει τέτοια έκφραση. Μάλλον θυμωμένη φαινόταν, κι αυτό κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα. Σχεδόν δεν έδωσε σημασία στις άλλες γυναίκες του εξωτερικού θαλάμου της φάνηκε πως, όσο η ίδια ήταν με την Άμερλιν, μερικές είχαν φύγει και είχαν έρθει άλλες, αλλά δεν τις καλοκοίταξε. Η ώρα ήταν περασμένη και έμεναν πολλά να γίνουν πριν το πρωί. Πολλά, πριν τη στιγμή που δα ξανάβλεπε την Έδρα της Άμερλιν.
Τάχυνε το βήμα και προχώρησε πιο βαθιά στο οχυρό.
Η φάλαγγα θα ήταν εντυπωσιακό Θέαμα κάτω από το φεγγάρι, το οποίο ήταν στη χάση του, καθώς προχωρούσε στη νύχτα του Τάραμπον κάτω από τις κλαγγές των αρματωσιών, αν ήταν κανείς εκεί για να τη δει. Δύο χιλιάδες Τέκνα του Φωτός, έφιπποι, με λευκούς, κοντούς χιτώνες και μανδύες, με γυαλισμένες πανοπλίες, με συνοδεία το καραβάνι που σχημάτιζαν οι άμαξες των εφοδίων, μαζί με πεταλωτές και βοηθούς, που κρατούσαν τα ηνία των αλόγων εφεδρείας. Σ’ αυτές τις περιοχές με τα αραιά δάση υπήρχαν χωριά, αλλά τα Τέκνα είχαν αφήσει τους δρόμους και απέφευγαν να πλησιάζουν ακόμα και μικρούς αγρούς. Πήγαιναν να συναντήσουν... κάποιον... σ’ ένα ασήμαντο χωριουδάκι κοντά στα βόρεια σύνορα του Τάραμπον, στην άκρη της Πεδιάδας Αλμοθ.
Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ, που προχωρούσε επικεφαλής των ανδρών του, αναρωτήθηκε τι νόημα είχαν όλα αυτά. Θυμόταν πολύ καλά τη συνομιλία του στο Άμαντορ με τον Πέντρον Νάιαλ, τον Μάγιστρο των Τέκνων του Φωτός, αλλά δεν είχε μάθει τίποτα ουσιαστικό εκεί.