«Σε περιμέναμε, Άρχοντα Ταξιάρχη Μπόρνχαλντ,» είπε ο αρχηγός τους με τραχιά φωνή. Ήταν ένας ψηλός άνδρας, με γαμψή μύτη και το λαμπύρισμα της βεβαιότητας στο βλέμμα που είχαν όλοι οι Ιεροεξεταστές. «Μπορούσες να έρθεις και πιο γρήγορα. Είμαι ο Άινορ Σάρεν, υπαρχηγός του Τζάιτσιμ Καρίντιν, ο οποίος διοικεί το Χέρι του Φωτός στο Τάραμπον». Το Χέρι του Φωτός — το Χέρι που ξεσκέπαζε την αλήθεια, έτσι έλεγαν. Δεν τους άρεσε το όνομα Ιεροεξεταστές. «Υπάρχει μια γέφυρα στο χωριό. Βάλε τους άνδρες σου να την περάσουν. Θα μιλήσουμε στο πανδοχείο. Είναι ασυνήθιστα βολικό».
«Μου είπε ο ίδιος ο Άρχοντας Μάγιστρος να αποφύγω όλα τα βλέμματα».
«Το χωριό... ειρηνοποιήθηκε. Βάλε τους άνδρες σου να προχωρήσουν.
Ο Μπόρνχαλντ έπνιξε το μουγκρητό που υψώθηκε στο λαρύγγι του. Ειρηνοποιήθηκε. Αναρωτήθηκε, αν τα πτώματα τα είχαν στοιβάξει έξω από το χωριό, ή αν τα είχαν πετάξει στο ποτάμι. Έτσι ήταν οι Ιεροεξεταστές, αρκετά ψυχροί για να σκοτώσουν ένα ολόκληρο χωριό για λόγους μυστικότητας, και αρκετά ηλίθιοι για να πετάξουν τα πτώματα στο ποτάμι, που θα τα παράσερνε παρακάτω, διατυμπανίζοντας την πράξη τους από την Αλκρούνα ως το Τάντσικο. «Αμφιβάλλω για το λόγο που είμαι στο Τάραμπον με δύο χιλιάδες άνδρες, Ιεροεξεταστή».
Το πρόσωπο του Σάρεν σφίχτηκε, αλλά η φωνή του παρέμεινε τραχιά και απαιτητική. «Είναι απλό, Άρχοντα Ταξιάρχη. Υπάρχουν πόλεις και χωριά διάσπαρτα στην Πεδιάδα Άλμοθ, δίχως εξουσία ανώτερη από έναν δήμαρχο ή το Συμβούλιο του Χωριού. Είναι καιρός πια να έρθουν στο Φως. Θα υπάρχουν πολλοί Σκοτεινόφιλοι σε τέτοια μέρη».
Το άλογο του Μπόρνχαλντ ποδοκρότησε. «Σάρεν, μου λες ότι έφερα μια ολόκληρη λεγεώνα, περνώντας την κρυφά μέσα από όλο σχεδόν το Τάραμπον, για να ξετρυπώσεις μια χούφτα Σκοτεινόφιλους από χωριουδάκια της συμφοράς;»
«Ήρθες εδώ για να υπακούσεις, Μπόρνχαλντ. Για να κάνεις το έργο του Φωτός! Ή μήπως απομακρύνεσαι από το Φως;» Το χαμόγελο του Σάρεν ήταν μια γκριμάτσα. «Αν αυτό που αναζητάς είναι η μάχη, ίσως να σου δοθεί η ευκαιρία. Οι ξένοι έχουν πολυάριθμες δυνάμεις στο Τόμαν Χεντ, περισσότερες απ’ όσες θα μπορούσαν να συγκροτήσουν μαζί το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, ακόμα κι αν σταματήσουν τους τσακωμούς μεταξύ τους και συνεργαστούν. Αν οι ξένοι περάσουν, θα έχεις όσες μάχες θέλεις και με το παραπάνω. Οι Ταραμπονέζοι ισχυρίζονται ότι οι ξένοι είναι τέρατα, πλάσματα του Σκοτεινού. Μερικοί λένε ότι έχουν Άες Σεντάι που πολεμούν γι’ αυτούς. Αν είναι πράγματι Σκοτεινόφιλοι, αυτοί οι ξένοι, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Με τη σειρά τους».
Για μια στιγμή, ο Μπόρνχαλντ σταμάτησε να ανασαίνει. «Άρα οι φήμες είναι αληθινές. Οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου ξαναγύρισαν».
«Ξένοι», είπε ανέκφραστα ο Σάρεν. Φαινόταν ότι είχε μετανιώσει που τους είχε αναφέρει. «Ξένοι, και πιθανότατα Σκοτεινόφιλοι, απ’ όπου και να ήρθαν. Αυτό είναι το μόνο που ξέρουμε και το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις. Δεν σε αφορούν τώρα. Σπαταλάμε το χρόνο μας. Πέρασε με τους άνδρες σου το ποτάμι, Μπόρνχαλντ. Θα σου δώσω τις διαταγές σου στο χωριό». Έκανε μεταβολή με το άλογό του και κάλπασε προς εκεί απ’ όπου είχε έρθει, με τους ανθρώπους του να κρατούν τους πυρσούς στο κατόπι του.
Ο Μπόρνχαλντ έκλεισε τα μάτια, για να συνηθίσουν τα μάτια του πιο γρήγορα στο σκοτάδι. Μας
Έπιασε τα γκέμια και έφυγε, προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ο Ιεροεξεταστής.
Οι σκιές του απογεύματος έδιναν τη θέση τους στο δειλινό, καθώς η Λίαντριν διέσχιζε τους θαλάμους των γυναικών. Πέρα από τις βελοθυρίδες το σκοτάδι πύκνωνε, και πολιορκούσε το φως που έριχναν οι λάμπες στο διάδρομο. Τώρα τελευταία το σούρουπο ήταν δύσκολη ώρα για τη Λίαντριν, το σούρουπο και η αυγή. Την αυγή η μέρα γεννιόταν, ακριβώς όπως το σούρουπο γεννούσε τη νύχτα, αλλά την αυγή πέθαινε η νύχτα και το σούρουπο η μέρα. Η δύναμη του Σκοτεινού ήταν ριζωμένη στο θάνατο· αποκτούσε δύναμη από το θάνατο, κι αυτές τις ώρες η Λίαντριν πίστευε πως ένιωθε το σκίρτημα της δύναμης του. Κάτι πάντως σάλευε με το μισοσκόταδο. Κάτι που της φαινόταν πως, αν γυρνούσε αρκετά γρήγορα, θα το έβλεπε, κάτι που ήταν σίγουρη πως θα το έβλεπε, αν κοίταζε καλά.
Υπηρέτριες με μαύρα και χρυσά ρούχα έκλιναν το γόνυ, καθώς περνούσε από κοντά τους, αλλά η Λίαντριν δεν αντιχαιρετούσε. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο ευθεία μπροστά, και δεν τις έβλεπε.