Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Στην πόρτα που αναζητούσε, κοντοστάθηκε για να ρίξει μια γρήγορη ματιά στις δύο άκρες του διαδρόμου. Οι μόνες γυναίκες που φαινόταν ήταν υπηρέτριες· φυσικά, δεν υπήρχαν άνδρες. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε χωρίς να χτυπήσει.

Ο προθάλαμος των διαμερισμάτων της Αρχόντισσας Αμαλίζας ήταν κατάφωτος και μια δυνατή φωτιά στο τζάκι έδιωχνε την παγωνιά της Σιναρανής νύχτας. Η Αμαλίζα και οι κυρίες της τιμής της κάθονταν εδώ κι εκεί στο δωμάτιο, σε καρέκλες και στα στρώματα των χαλιών, κι άκουγαν μία απ’ αυτές να διαβάζει όρθια. Ήταν Ο Χορός του Γερακιού και του Κολιμπρί του Τέβεν Ήργουιν, που φιλοδοξούσε να κωδικοποιήσει την αρμόζουσα συμπεριφορά των ανδρών προς τις γυναίκες και των γυναικών προς τους άνδρες. Η Λίαντριν έσφιξε το στόμα· δεν το είχε διαβάσει, βεβαίως, αλλά της αρκούσαν όσα είχε ακούσει γι’ αυτό. Η Αμαλίζα και οι κυρίες της απαντούσαν σε κάθε απόφθεγμα του συγγραφέα με κύματα γέλιου, έπεφταν η μια στην άλλη και χτυπούσαν τα πόδια στα χαλιά σαν κοριτσάκια.

Η αναγνώστρια ήταν η πρώτη που αντιλήφθηκε την παρουσία της Λίαντριν. Σταμάτησε να διαβάζει, ανοίγοντας έκπληκτη τα μάπα. Οι άλλες γύρισαν να δουν τι κοίταζε, και η σιωπή διαδέχτηκε τα γέλια. Όλες σηκώθηκαν όρθιες νευρικά, εκτός από την Αμαλίζα, σιάζοντας βιαστικά τα μαλλιά και τα φουστάνια τους.

Η Αρχόντισσα Αμαλίζα σηκώθηκε με χάρη, χαμογελώντας. «Μας τιμάς με την παρουσία σου, Λίαντριν. Πολύ ευχάριστη έκπληξη. Περίμενα ότι θα έρθεις αύριο. Νόμιζα ότι θα ήθελες να ξεκουραστείς μετά το μακρύ ταξ—»

Η Λίαντριν τη διέκοψε απότομα, μιλώντας χωρίς να απευθύνεται σε κάποια συγκεκριμένα. «Θα μιλήσω στην Αρχόντισσα Αμαλίζα μόνη μου. Όλες σας φύγετε. Αμέσως».

Οι άλλες γυναίκες για μια στιγμή έμειναν βουβές και σοκαρισμένες, κι έπειτα αποχαιρέτησαν την Αμαλίζα. Μία-μία έκλιναν το γόνυ στη Λίαντριν, αλλά εκείνη δεν αποκρίθηκε. Συνέχισε να κοιτάζει μπροστά της το τίποτα, αλλά τις έβλεπε και τις άκουγε. Χαιρετούσαν με τυπική αβρότητα, λαχανιασμένες και ανήσυχες, λόγω της διάθεσης της Άες Σεντάι. Χαμήλωναν το βλέμμα όταν τις αγνοούσε. Την προσπερνούσαν και πλησίαζαν την πόρτα, και στριμώχνονταν στα έπιπλα μακριά της, για να μην αγγίξουν τα φουστάνια τους το δικό της.

Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω από την τελευταία, η Αμαλίζα είπε, «Λίαντριν, δεν καταλ—»

«Περπατάς στο Φως, κόρη μου;» Εδώ δεν θα επαναλαμβάνονταν οι ίδιες ανοησίες, όπως το να την αποκαλεί αδελφή. Η Αμαλίζα ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερη, αλλά θα τηρούσαν τους αρχαίους τύπους. Αν και είχαν ξεχαστεί προ πολλού, ήταν καιρός να τους θυμηθούν.

Μόλις ξεστόμισε την ερώτηση, όμως, η Λίαντριν συνειδητοποίησε πως είχε κάνει λάθος. Ήταν μια ερώτηση με σκοπό να προκαλέσει αμφιβολίες και ταραχή, έτσι όπως θα ακουγόταν από μια Άες Σεντάι, αλλά η Αμαλίζα όρθωσε το σώμα και η έκφρασή της σκλήρυνε.

«Αυτό είναι προσβολή, Λίαντριν Σεντάι. Είμαι Σιναρανή, ενός ευγενούς Οίκου, από αίμα στρατιωτών. Οι πρόγονοι μου πολεμούσαν τη Σκιά προτού ακόμα υπάρξει το Σίναρ, τρεις χιλιάδες χρόνια χωρίς σταματημό, χωρίς να λιποψυχήσουμε ούτε μέρα».

Η Λίαντριν άλλαξε το στόχο της επίθεσης, αλλά δεν υποχώρησε. Διέσχισε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές, πήρε το δερματόδετο αντίτυπο του Ο Χορός του Γερακιού και του Κολιμπρί από την κορνίζα του τζακιού και το ζύγισε στο χέρι χωρίς να το κοιτάζει. «Στο Σίναρ, κόρη μου, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, πρέπει το Φως να αγαπούν και το Σκοτάδι να φοβούνται». Πέταξε το βιβλίο στη φωτιά με μια αδιάφορη κίνηση. Οι φλόγες πετάχτηκαν ψηλά, σαν να είχε ρίξει ένα κούτσουρο από παχύξυλο, και μούγκρισαν, καθώς έγλειφαν την καμινάδα ως ψηλά. Την ίδια στιγμή, όλες οι λάμπες του δωματίου άναψαν συρίζοντας, κόρωσαν, κατέκλυσαν το δωμάτιο με φως. «Εδώ περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού. Εδώ, τόσο κοντά στην καταραμένη Μάστιγα, όπου καραδοκεί η σαπίλα. Εδώ, ακόμα και κάποιος που νομίζει πως περπατά στο Φως ίσως να έχει μολυνθεί από τη Σκιά».

Χάντρες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπο της Αμαλίζας. Το χέρι της, που είχε υψωθεί σε χειρονομία διαμαρτυρίας για το κάψιμο του βιβλίου, έπεσε αργά στο πλευρό της. Τα χαρακτηριστικά της έμειναν ανέκφραστα, αλλά η Λίαντριν την είδε να καταπίνει και να ανασαλεύει τα πόδια της. «Δεν καταλαβαίνω, Λίαντριν Σεντάι. Φταίει το βιβλίο; Μια ανοησία είναι».

Η φωνή της είχε ένα ελαφρύ τρέμουλο. Ωραία. Τα θαμπόγυαλα στις λάμπες έτριξαν, καθώς οι φλόγες τινάζονταν πιο ψηλά και δυνάμωναν, φωτίζοντας το δωμάτιο με λάμψη σαν του μεσημεριού. Η Αμαλίζα στεκόταν μαρμαρωμένη, με το πρόσωπο σφιγμένο, καθώς προσπαθούσε να μην μισοκλείσει τα μάτια.

«Εσύ είσαι η ανόητη, κόρη μου. Δεν με νοιάζουν τα βιβλία. Εδώ, οι άνδρες μπαίνουν στη Μάστιγα και περπατούν στο μόλυσμά της. Στην ίδια τη Σκιά. Τι απορείς, που το μόλυσμα μπορεί να τους ποτίσει; Είτε με τη θέλησή τους, είτε εναντίον της, μπορεί να τους μολύνει. Γιατί νομίζεις ότι ήρθε εδώ αυτοπροσώπως η Έδρα της Άμερλιν;»

«Όχι». Πνιχτό, κοφτό.

«Του Κόκκινου είμαι, κόρη μου», συνέχισε αδυσώπητα η Λίαντριν. «Όλους τους διεφθαρμένους άνδρες κυνηγώ».

«Δεν καταλαβαίνω».

Перейти на страницу:

Похожие книги