«Ο Βάλντα περπατά στο Φως, Τζέφραμ. Αλλά είσαι ο καλύτερος διοικητής μάχης μεταξύ των Τέκνων. Θα σχηματίσεις μια πλήρη λεγεώνα, με τους καλύτερους άνδρες που θα βρεις, και θα τους πάρεις στο Τάραμπον, αποφεύγοντας μάτια που βλέπουν κι έχουν γλώσσα να μιλήσουν. Αν βρεις τέτοια γλώσσα, πρέπει να σιωπήσει, αν σας δουν τα μάτια»
.Ο Μπόρνχαλντ δίστασε. Πενήντα Τέκνα μαζί, ή ακόμα κι εκατό, μπορούσαν να μπουν σε κάδε χώρα χωρίς να προκαλέσουν ερωτήσεις, τουλάχιστον δίχως πολλές ερωτήσεις, αλλά μια ολόκληρη λεγεώνα... «Έχουμε πόλεμο, Άρχοντα Μάγιστρέ μου; Στους δρόμους ακούγονται διαδόσεις. Πιο πολύ εξωφρενικές διαδόσεις, για τις στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου που επέστρεψαν». Ο ηλικιωμένος δεν μίλησε. «Ο Βασιλιάς...»
«Λεν διατάζει αυτός τα Τέκνα, Άρχοντα Ταξιάρχη». Για πρώτη φορά η φωνή του Μάγιστρου ακούστηκε σκληρή. «Αλλά εγώ. Ας καθίσει ο Βασιλιάς στο παλάτι του να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα. Δηλαδή τίποτα. Θα έχεις μια συνάντηση σ’ ένα χωριό που λέγεται Αλκρούνα, κι εκεί Θα λάβεις τις τελικές διαταγές σου. Περιμένω τη λεγεώνα σου να φτάσει εκεί σε τρεις μέρες. Τώρα πήγαινε, Τζέφραμ. Έχεις δουλειά»
.Ο Μπόρνχαλντ συνοφρυώθηκε. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Μάγιστρέ μου, αλλά ποιος θα με συναντήσει; Γιατί να ρισκάρω πόλεμο με το Τάραμπον;»
«Θα μάθεις όσα πρέπει όταν φτάσεις στην Αλκρούνα». Ο Μάγιστρος ξαφνικά έδειξε καθαρά τα χρόνια του
, χι ακόμα περισσότερα. Άγγιξε αφηρημένα τη λευκή τουνίκα του, με το χρυσό ήλιο των Τέκνων να απλώνεται στο στέρνο. «Υπάρχουν δυνάμεις, που ενεργούν πέρα από αυτά που ξέρεις, Τζέφραμ. Πέρα απ’ οτιδήποτε θα μπορούσες να καταλάβεις. Διάλεξε τους άνδρες σου γρήγορα. Φύγε τώρα. Μη με ρωτάς άλλα. Και το Φως ας είναι μαζί σου».Τώρα ο Μπόρνχαλντ ορθώθηκε στη σέλα, για να ξεμουδιάσει την πλάτη του. Γερνάω
, σκέφτηκε. Ένα μερόνυχτο στη σέλα, με δυο διαλείμματα για να ποτίσουν τα άλογα, και ένιωθε και την παραμικρή γκρίζα τρίχα στο κεφάλι του. Πριν λίγα χρόνια ούτε που θα το πρόσεχε. Τουλάχιστον δεν σκότωσα αθώους. Απέναντι στους Σκοτεινόφιλους μπορούσε να είναι σκληρός, σαν κάθε άλλο που είχε ορκιστεί στο Φως —οι Σκοτεινόφιλοι έπρεπε να εξοντωθούν, πριν παρασύρουν όλο τον κόσμο κάτω από τη Σκιά— αλλά πρώτα ήθελε να είναι βέβαιος ότι ήταν Σκοτεινόφιλοι. Ήταν δύσκολο να αποφύγει τα βλέμματα των Ταραμπονέζων με τόσους άνδρες, ακόμα και μακριά από τις πόλεις, αλλά το είχε καταφέρει. Δεν είχε χρειαστεί να σιγήσει καμία γλώσσα.Οι ανιχνευτές που είχε στείλει ξαναγύρισαν, και πίσω τους ήρθαν κι άλλοι άνδρες με λευκούς μανδύες, μερικοί κρατώντας δαυλούς, που θα κατέστρεφαν τη νυκτερινή όραση όλων στην κεφαλή της φάλαγγας. Ο Μπόρνχαλντ μουρμούρισε μια κατάρα και διέταξε να σταματήσουν, ενώ περιεργαζόταν αυτούς που είχαν έρθει για να τον συναντήσουν.
Οι μανδύες τους έφεραν τον ίδιο χρυσό ήλιο στο στέρνο όπως και ο δικός του, όπως όλα τα Τέκνα του Φωτός, και μάλιστα ο αρχηγός τους είχε τους χρυσούς κόμπους που έδειχναν το βαθμό του, που ήταν ίσος με του Μπόρνχαλντ. Αλλά πίσω από τους ήλιους τους υπήρχαν κόκκινες ποιμενικές ράβδοι. Ιεροεξεταστές. Με καυτά σίδερα και λαβίδες και νερό που έσταζε, οι Ιεροεξεταστές αποσπούσαν από τους Σκοτεινόφιλους την ομολογία και τη μετάνοιά τους, αλλά κάποιοι έλεγαν πως αποφάσιζαν την ενοχή πριν ακόμα αρχίσουν. Μεταξύ αυτών των κάποιων ήταν και ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ.