Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

«Όχι μόνο τους βδελυρούς, εκείνους που δοκιμάζουν τη Μία Δύναμη. Όλους τους διεφθαρμένους άνδρες. Τους υψηλούς και τους ταπεινούς κυνηγώ».

«Δεν...» Η Αμαλίζα έγλειψε νευρικά τα χείλη της και φάνηκε σαν να προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. «Δεν καταλαβαίνω, Λίαντριν. Σε παρακαλώ...»

«Τους υψηλούς ακόμα πριν από τους ταπεινούς».

«Όχι!» Σαν να είχε χαθεί κάποιο αόρατο στήριγμα, η Αμαλίζα έπεσε στα γόνατα και το κεφάλι της έγειρε. «Σε παρακαλώ, Λίαντριν Σεντάι, πες ότι δεν εννοείς τον Άγκελμαρ. Δεν μπορεί να είναι αυτός».

Εκείνη τη στιγμή της αμφιβολίας και της σύγχυσης, η Λίαντριν επιτέθηκε. Δεν σάλεψε, μα χτύπησε με τη Μία Δύναμη. Η Αμαλίζα έβγαλε μια κοφτή κραυγή και τινάχτηκε, σαν να την είχε τσιμπήσει βελόνα, και στα θυμωμένα χείλη της Λίαντριν χαράχτηκε ένα χαμόγελο.

Αυτό ήταν το δικό της, ξεχωριστό κόλπο, το οποίο είχε μάθει μικρή, η πρώτη φορά που είχε καταλάβει τις ικανότητές της. Της το είχε απαγορεύσει η Κυρά των Μαθητευομένων αμέσως μόλις το είχε ανακαλύψει, αλλά για τη Λίαντριν αυτό απλώς σήμαινε κάτι ακόμα που έπρεπε να κρύβει από όσους τη ζήλευαν.

Προχώρησε και σήκωσε το πρόσωπο της Αμαλίζας, κρατώντας την από το σαγόνι. Η θέληση της ήταν ακόμα ατσαλένια, αλλά τώρα το μέταλλο ήταν ζεστό και εύπλαστο. Δάκρια κυλούσαν από τις άκρες των ματιών της Αμαλίζας και άστραφταν στα μάγουλά της. Η Λίαντριν άφησε τις φωτιές να χαμηλώσουν· δεν ήταν αναγκαίες πια. Μαλάκωσε τα λόγια της, αλλά η φωνή της ήταν σκληρή σαν βράχος.

«Κόρη μου, κανένας δεν θέλει να πέσετε εσύ και ο Άγκελμαρ στα χέρια του λαού ως Σκοτεινόφιλοι. Θα σε βοηθήσω, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις».

«Ν-να σε βοηθήσω;» Η Αμαλίζα άγγιζε τους κροτάφους της· φαινόταν μπερδεμένη. «Σε παρακαλώ, Λίαντριν Σεντάι, δεν... καταλαβαίνω. Είναι όλα τόσο... Όλα είναι...»

Η ικανότητα δεν ήταν τέλεια· η Λίαντριν δεν μπορούσε να αναγκάσει κανέναν να κάνει αυτό που ήθελε η ίδια — αν και είχε προσπαθήσει· ω, πόσο προσπαθήσει. Αλλά μπορούσε να τους κάνει δεκτικούς στα επιχειρήματά της, να τους κάνει να θέλουν να την πιστέψουν, να θέλουν πάνω απ’ όλα να πειστούν ότι είχε δίκιο.

«Υπάκουσε, κόρη μου. Υπάκουσε, και απάντησε στις ερωτήσεις μου ειλικρινά, και σου υπόσχομαι ότι κανένας δεν θα πει ότι εσύ και ο Άγκελμαρ είστε Σκοτεινόφιλοι. Δεν θα σας σύρουν γυμνούς στο δρόμο, για να σας διώξουν μαστιγώνοντάς σας από την πόλη, αν βέβαια δεν προλάβει το πλήθος να σας κομματιάσει. Λεν θα επιτρέψω να συμβεί. Καταλαβαίνεις;»

«Ναι, Λίαντριν Σεντάι, ναι. Θα κάνω ό,τι λες και θα απαντήσω ειλικρινά».

Η Λίαντριν ανασηκώθηκε και κοίταξε την άλλη γυναίκα χαμηλά μπροστά της. Η Αρχόντισσα Αμαλίζα έμεινε εκεί που ήταν, γονατιστή, με ευθύτητα παιδιού στην έκφραση παιδιού που περιμένει να το παρηγορηθεί και να το βοηθήσει κάποιος σοφότερος και δυνατότερος. Της Λίαντριν της φαινόταν ότι αυτό ήταν το σωστό. Ποτέ δεν είχε καταλάβει γιατί μια απλή υπόκλιση ή γονυκλισία αρκούσε για τις Άες Σεντάι, τη στιγμή που όλοι γονάτιζαν μπροστά σε βασιλιάδες και βασίλισσες. Ποια βασίλισσα έχει μέσα της τη δύναμή μου; Το στόμα της στράβωσε από θυμό και η Αμαλίζα τρεμούλιασε.

«Μην ταράζεσαι, κόρη μου. Ήρθα να σε βοηθήσω, όχι να τιμωρήσω. Μόνο αυτοί που το αξίζουν θα τιμωρηθούν. Την αλήθεια μόνο, πες την μου».

«Την αλήθεια θα πω, Λίαντριν Σεντάι. Θα την πω, το ορκίζομαι στον Οίκο μου και στην τιμή μου».

«Η Μουαραίν ήρθε στο Φαλ Ντάρα μαζί με έναν Σκοτεινόφιλο».

Η Αμαλίζα ήταν τόσο φοβισμένη που δεν έδειχνε έκπληξη. «Α, όχι, Λίαντριν Σεντάι. Όχι. Εκείνος ήρθε αργότερα. Τώρα είναι στα μπουντρούμια».

«Αργότερα λες. Μα είναι αλήθεια ότι μιλά συχνά μαζί του; Κάνει συχνά παρέα μ’ αυτόν τον Σκοτεινόφιλο; Μόνη της;»

«Μερικές φορές, Λίαντριν Σεντάι. Μόνο μερικές φορές. Θέλει να βρει γιατί ήρθε αυτός ο άνδρας εδώ. Η Μουαραίν Σεντάι είναι—» Η Λίαντριν σήκωσε το χέρι με μια κοφτή κίνηση και η Αμαλίζα κατάπιε τα λόγια που θα έλεγε μετά.

«Από τρεις νεαρούς συνοδευόταν η Μουαραίν. Αυτό το ξέρω. Πού είναι; Πήγα στα δωμάτιά τους, και δεν βρίσκονται».

«Δεν — δεν ξέρω, Λίαντριν Σεντάι. Φαίνονται καλά παιδιά. Λεν πιστεύω να τους νομίζεις Σκοτεινόφιλους»;

«Όχι Σκοτεινόφιλους, όχι. Χειρότερο. Πολύ πιο επικίνδυνο από Σκοτεινόφιλους, κόρη μου. Ολόκληρος ο κόσμος κινδυνεύει απ’ αυτούς. Πρέπει να βρεθούν. Θα διατάξεις τους υπηρέτες σου να ψάξουν το οχυρό· θα ψάξουν και οι κυρίες της τιμής σου, κι εσύ. Κάθε άκρη και γωνιά. Αυτό θα το φροντίσεις προσωπικά. Προσωπικά! Και σε κανέναν δεν θα μιλήσεις, παρά μόνο σ’ αυτούς που θα σου φανερώσω. Κανένας άλλος δεν πρέπει να το μάθει. Κανένας. Από το Φαλ Ντάρα με μυστικότητα πρέπει οι τρεις να φύγουν, και στην Ταρ Βάλον να μεταφερθούν. Με άκρα μυστικότητα».

«Όπως προστάζεις, Λίαντριν Σεντάι. Μα δεν καταλαβαίνω την ανάγκη για μυστικότητα. Κανένας εδώ δεν θα μπει εμπόδιο στις Άες Σεντάι».

«Για το Μαύρο Άτζα έχεις ακουστά;»

Перейти на страницу:

Похожие книги