Η Νυνάβε κατέβασε το πλεκτό της και τον κοίταξε με μια νότα ευθυμίας. Ήταν όμορφη γυναίκα. Αυτό ήταν κάτι που ο Ραντ δεν θα κι πρόσεχε, αν βρίσκονταν ακόμα στην πατρίδα· τη Σοφία του χωριού απλώς δεν την κοίταζες με τέτοιο βλέμμα. «Το Φως να με βοηθήσει, Ραντ, κοντεύεις να γίνεις Σιναρανός. Πρόσκληση για το γυναικωνίτη, αν είναι δυνατόν». Ξεφύσηξε. «Όπου να ’ναι θα αρχίσεις να λες για την τιμή σου και θα ζητάς από την ειρήνη να χαμογελά στο σπαθί σου». Αυτός κοκκίνισε, και ευχήθηκε να μην το είχε προσέξει η Νυνάβε στο μισοσκόταδο. Εκείνη κοίταξε το σπαθί του, που η λαβή του ξεπρόβαλλε από το μακρύ μπόγο εκεί πλάι του στο πάτωμα. Ήξερε ότι η Νυνάβε δεν ενέκρινε το σπαθί, ή οποιοδήποτε άλλο σπαθί, μα αυτή τη φορά, έτσι για αλλαγή, δεν του είπε τίποτα. «Η Εγκουέν μου είπε γιατί χρειάζεσαι κρυψώνα. Μην ανησυχείς. Θα σε κρύψουμε από την Άμερλιν, από κάθε Άες Σεντάι, αν είναι αυτό που Θέλεις».
Τον κοίταξε κατάματα και τράβηξε αμέσως το βλέμμα της, μα ο Ραντ πρόλαβε να δει την ταραχή της. Τις αμφιβολίες της.
Κατσουφιάζοντας, έσιαξε το δερμάτινο γιλέκο που του είχε βρει η Εγκουέν και έστριψε για να γείρει πίσω στον τοίχο. «Μόλις μπορέσω, θα κρυφτώ σε κάποιο κάρο, ή θα βγω κρυφά. Δεν θα χρειαστεί να με κρύβετε πολύ ακόμα». Η Νυνάβε δεν είπε τίποτα· αφοσιώθηκε στο πλέξιμο της και έκανε έναν ήχο θυμού, όταν της έφυγε πόντος. «Πού είναι η Εγκουέν;»
Η Νυνάβε άφησε το πλεκτό να πέσει στα γόνατά της. «Δεν ξέρω τι κάθομαι και σκάω απόψε. Κάτι φταίει και όλο μου φεύγουν πόντοι. Πήγε κάτω να δει τον Πάνταν Φάιν. Κατά τη γνώμη της, του κάνει καλό να βλέπει γνώριμα πρόσωπα».
«Το δικό μου δεν βοήθησε. Δεν πρέπει να τον πλησιάζει. Είναι επικίνδυνος».
«Θέλει να τον βοηθήσει», είπε γαλήνια η Νυνάβε. «Μην ξεχνάς ότι μάθαινε να αναλάβει βοηθός μου, κατ όταν είσαι Σοφία δεν είναι μοναδική σου δουλειά η πρόβλεψη του καιρού. Πρέπει να θεραπεύεις κιόλας. Η Εγκουέν έχει την επιθυμία να θεραπεύει, την ανάγκη. Και, αν ο Πάνταν Φάιν ήταν τόσο επικίνδυνος, κάτι θα είχε πει η Μουαραίν».
Ο Ραντ γέλασε ξερά. «Δεν τη ρωτήσατε. Η Εγκουέν το παραδέχτηκε, κι εσένα δεν σε βλέπω να ζητάς άδεια για τίποτα». Το υψωμένο φρύδι της του έκοψε το γέλιο. Όμως δεν θα της ζητούσε συγνώμη. Βρίσκονταν πολύ μακριά από το χωριό και ο Ραντ δεν μπορούσε να καταλάβει πώς θα μπορούσε η Νυνάβε να είναι πάλι Σοφία του Πεδίου του Έμοντ, αφού θα πήγαινε στην Ταρ Βάλον. «Άρχισαν να ψάχνουν για μένα, ή ακόμα; Η Εγκουέν δεν ξέρει αν θα με ψάξουν, όμως ο Λαν λέει ότι η Έδρα της Άμερλιν είναι εδώ εξαιτίας μου, και μου φαίνεται ότι η δική του γνώμη είναι πιο σωστή».
Στην αρχή η Νυνάβε δεν απάντησε. Αντίθετα, καταπιάστηκε με τις κούκλες του μαλλιού. Τελικά είπε, «Δεν είμαι σίγουρη. Μια υπηρέτρια ήρθε πριν από λίγο. Για να στρώσει το κρεβάτι, είπε. Λες και η Εγκουέν θα έπεφτε για ύπνο από τώρα, ενώ απόψε έχει το γλέντι για την Άμερλιν. Την έδιωξα· δεν σε είδε».
«Στα διαμερίσματα των ανδρών κανένας δεν σου στρώνει το κρεβάτι». Εκείνη τον κάρφωσε με το βλέμμα, ένα βλέμμα που πριν ίνα χρόνο θα τον είχε κάνει να ψελλίζει. Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. «Δεν θα χρησιμοποιούσαν τις καμαριέρες για να με βρουν, Νυνάβε».
«Νωρίτερα, όταν πήγα στην κουζίνα για να πάρω ένα φλιτζάνι γάλα, στους διαδρόμους υπήρχαν πάρα πολλές γυναίκες. Εκείνες που θα είναι στη γιορτή κανονικά έπρεπε να ντύνονται, και οι άλλες έπρεπε να τις βοηθούν, ή να κάνουν τις δουλειές τους, ή...» Έσμιξε τα φρύδια με ανησυχία. «Με την Άμερλιν εδώ, είναι πολλές οι δουλειές και λίγα τα χέρια. Και δεν ήταν μονάχα εδώ, στα διαμερίσματα των γυναικών. Είδα την ίδια την Αρχόντισσα Αμαλίζα να βγαίνει από μια αποθήκη κοντά στην κουζίνα με το πρόσωπο κατασκονισμένο».
«Αυτό είναι γελοίο. Γιατί να ψάχνει κι αυτή; Γιατί να ψάχνουν οι γυναίκες, αυτό είναι το θέμα. Θα έβαζαν τους στρατιώτες του Άρχοντα Άγκελμαρ, και τους Προμάχους. Και τις Άες Σεντάι. Πρέπει να έκαναν κάτι για τη γιορτή. Που να καώ αν ξέρω τι χρειάζεται ένα Σιναρανό γλέντι».
«Μερικές φορές είσαι χοντροκέφαλος, Ραντ. Ούτε οι άνδρες που είδα ήξεραν τι κάνουν οι γυναίκες. Άκουσα μερικούς να παραπονιούνται ότι έκαναν όλη τη δουλειά μόνοι τους. Ξέρω ότι δεν είναι λογικό να έψαχναν για σένα. Καμία Άες Σεντάι δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον. Αλλά η Αμαλίζα δεν λέρωσε το φόρεμά της στην αποθήκη επειδή ετοιμαζόταν για τη γιορτή. Έψαχναν για κάτι, κάτι σημαντικό. Ακόμα κι αν άρχιζε αμέσως μετά που την είδα, μόλις που θα προλάβαινε να μπανιαριστεί και να αλλάξει. Και, μιας που το αναφέραμε, αν η Εγκουέν δεν έρθει σύντομα, θα πρέπει να διαλέξει αν θα αργήσει ή αν θα μείνει με τα ίδια ρούχα».