Μόνο τότε ο Ραντ συνειδητοποίησε ότι η Νυνάβε δεν φορούσε τα μάλλινα ρούχα των Δύο Ποταμών, με τα οποία την είχε συνηθίσει. Το φόρεμα της ήταν από ανοιχτογάλαζο μετάξι, κεντημένο με χιονάνθη γύρω στο λαιμό και σ’ όλο το μήκος των μανικιών. Κάθε μπουμπούκι είχε στο κέντρο ένα μαργαριτάρι, και η ζώνη της ήταν δουλεμένη με ασήμι, με μια ασημένια αγκράφα στολισμένη με μαργαριτάρια. Ποτέ δεν την είχε δει να φορά κάτι παρόμοιο. Ακόμα και τα γιορτινά ρούχα στο χωριό ίσως να μην συγκρίνονταν μ’ αυτό.
«Θα πας στη γιορτή;»
«Φυσικά. Ακόμα κι αν η Μουαραίν δεν είχε πει ότι μπορώ να πάω, δεν θα την άφηνα να νομίζει ότι ήμουν...» Τα μάτια της πήραν φωτιά για μια στιγμή, και ο Ραντ κατάλαβε τι εννοούσε. Η Νυνάβε δεν θα άφηνε κανέναν να σκεφτεί ότι φοβόταν, ακόμα κι αν πράγματι φοβόταν. Ειδικά τη Μουαραίν, και ειδικότερα τον Λαν. Ο Ραντ ευχήθηκε να μην ήξερε η Νυνάβε ότι αυτός αντιλαμβανόταν τα αισθήματα που έτρεφε αυτή για τον Πρόμαχο.
Μετά από μια στιγμή, το βλέμμα της μαλάκωσε, καθώς έπεφτε στο μανίκι του φορέματός της. «Μου το έδωσε η Αρχόντισσα Αμαλίζα», είπε, με τόσο απαλή φωνή που ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως μονολογούσε. Χάιδεψε το μετάξι με τα δάχτυλά της, διατρέχοντας το περίγραμμα των κεντημένων μπουμπουκιών, χαμογελώντας, χαμένη στις σκέψεις της.
«Είναι πολύ ωραίο πάνω σου, Νυνάβε. Είσαι όμορφη απόψε». Μόρφασε αμέσως μόλις το είπε. Κάθε Σοφία ήταν εύθικτη σε ό,τι είχε να κάνει με την εξουσία της, αλλά η Νυνάβε ήταν πιο εύθικτη από το συνηθισμένο. Ο Κύκλος των Γυναικών στο χωριό πάντα στεκόταν πάνω από το κεφάλι της, επειδή ήταν νέα, ίσως κι επειδή ήταν όμορφη, και οι καυγάδες της με τον Δήμαρχο και το Συμβούλιο του Χωριού είχαν γίνει θρυλικοί.
Η Νυνάβε τράβηξε απότομα το χέρι της από τις κεντητές εικόνες και τον αγριοκοίταξε, χαμηλώνοντας τα φρύδια. Ο Ραντ μίλησε γρήγορα για να αλλάξει κουβένια.
«Λεν μπορούν να κρατήσουν αμπαρωμένες τις πύλες συνέχεια. Όταν ανοίξουν, θα φύγω, και οι Άες Σεντάι δεν θα με βρουν ποτέ. Ο Πέριν λέει ότι υπάρχουν μέρη στους Μαύρους Λόφους και στα Λιβάδια του Καραλαίν, στα οποία μπορείς να τριγυρνάς μέρες και να μην δεις ψυχή. Ίσως — ίσως ξεδιαλύνω τι να κάνω για το...» Σήκωσε αμήχανα τους ώμους. Δεν χρειαζόταν να της το πει. «Και αν δεν μπορέσω, δεν θα υπάρχει κανείς για να του κάνω κακό».
Η Νυνάβε έμεινε σιωπηλή για λίγο, και μετά είπε αργά, «Δεν είμαι τόσο σίγουρη, Ραντ. Δεν μπορώ να πω ότι μου φαίνεσαι διαφορετικός από άλλα χωριατόπαιδα, αλλά η Μουαραίν επιμένει ότι είσαι
«Ο Σαϊ’τάν είναι νεκρός», είπε τραχιά, και ξαφνικά το δωμάτιο φάνηκε να κλυδωνίζεται. Έσφιξε το κεφάλι του, καθώς τον διέτρεχαν κύματα ζαλάδας.
«Βλάκα! Ηλίθιε, άμυαλε βλάκα! Ονοματίζεις τον Σκοτεινό, τραβάς την προσοχή του πάνω σου! Δεν σου φτάνουν όσα πέρασες;»
«Είναι νεκρός», μουρμούρισε ο Ραντ, τρίβοντας το κεφάλι του. Ξεροκατάπιε. Η ζαλάδα υποχωρούσε κιόλας. «Καλά, καλά. Ο Μπα’άλζαμον, αν προτιμάς. Μα είναι νεκρός· τον είδα να καίγεται, τον είδα να πεθαίνει».
«Μήπως δεν σε κοίταζα τώρα δα, που το βλέμμα του Σκοτεινού έπεσε πάνω σου; Μη μου πεις ότι δεν ένιωσες τίποτα, γιατί θα σου στρίψω το αυτί· είδα το πρόσωπό σου».
«Είναι νεκρός», επέμεινε ο Ραντ. Στο νου του ήρθε ο αθέατος παρατηρητής, και ο άνεμος στην κορυφή του πύργου. Ανατρίχιασε. «Τόσο κοντά στη Μάστιγα συμβαίνουν παράξενα πράγματα».
«Είσαι μεγάλος βλάκας, Ραντ». Του κούνησε τη γροθιά της. «Στ’ αλήθεια θα σου έστριβα το αυτί, αν πίστευα ότι έτσι θα έβαζες λίγο μυαλό—»
Η υπόλοιπη φράση της πνίγηκε μέσα στα καμπανίσματα που ξέσπασαν απ’ όλο το οχυρό.
Ο Ραντ βρέθηκε όρθιος μ’ έναν πήδο. «Είναι συναγερμός! Ψάχνουν...»
Η Νυνάβε σηκώθηκε πιο αργά, κουνώντας το κεφάλι αβέβαια. «Όχι, δεν νομίζω. Αν έψαχναν για σένα, τότε οι καμπάνες απλώς θα σε προειδοποιούσαν. Όχι, αν είναι συναγερμός, δεν είναι για σένα».
«Τότε τι είναι;» Έτρεξε στην κοντινότερη βελοθυρίδα και κοίταξε έξω.
Φώτα πηγαινοέρχονταν γοργά στο οχυρό, το οποίο είχε αγκαλιάσει η νύχτα, όμοια με πυγολαμπίδες, λάμπες καν πυρσοί που χιμούσαν εδώ κι εκεί. Μερικά πήγαιναν στα τείχη και τους πύργους, αλλά, απ’ όσα έβλεπε, τα πιο πολλά ήταν μαζεμένα στο κήπο πιο κάτω και στην αυλή, της οποίας έβλεπε ένα μέρος. Ό,τι κι αν είχε προκαλέσει το συναγερμό, ήταν μέσα στο οχυρό. Οι καμπάνες βουβάθηκαν, αποκαλύπτοντας τις ανθρώπινες φωνές, αλλά ο Ραντ δεν διέκρινε τι έλεγαν.
Η Νυνάβε, που κοίταζε από μια άλλη βελοθυρίδα, στράφηκε προς το μέρος του. «Τι;»