Έπειτα έφτασε σε μια διασταύρωση των διαδρόμων, και στα αριστερά του ήταν η άκρη μιας σκάλας. Έξι άνδρες με τα μαλλιά δεμένα κότσο κείτονταν ματωμένοι και ασάλευτοι, κι ένας έβδομος πέθαινε. Ο Μυρντράαλ έστριψε λίγο ακόμα το σπαθί, καθώς το έβγαζε από την κοιλιά του άνδρα, και ο στρατιώτης ούρλιαξε, έριξε το σπαθί και έπεσε κάτω. Ο Ξέθωρος κινήθηκε με χάρη οχιάς, και την εικόνα ερπετού που έδινε την ιόνιζε η μαύρη πανοπλία με τα επικαλυπτόμενα ελάσματα που έκρυβαν το στέρνο του. Γύρισε, και το χλωμό, ανόφθαλμο πρόσωπο μελέτησε τον Ραντ. Ξεκίνησε για να τον πλησιάσει, μ’ ένα ωχρό χαμόγελο, χωρίς να βιάζεται. Δεν είχε λόγο να βιαστεί μπροστά σε έναν μόνο άνθρωπο.
Ο Ραντ ένιωσε τα πόδια του ριζωμένα εκεί που στεκόταν· η γλώσσα του κόλλησε στον ουρανίσκο του. Το βλέμμα του Ανόφθαλμου είναι φόβος. Έτσι έλεγαν στις χώρες της Μεθορίου. Τα χέρια του έτρεμαν, καθώς ύψωνε το σπαθί. Δεν σκέφτηκε καν να περιβληθεί το κενό. Φως μου, μόλις σκότωσε επτά οπλισμένους στρατιώτες μαζί.
Ξαφνικά ο Μυρντράαλ σταμάτησε, το χαμόγελο έσβησε.
«Αυτός είναι δικός μου, Ραντ». Ο Ραντ τινάχτηκε, καθώς ο Ίνγκταρ έφτανε στο πλευρό του, μελαψός, γεροδεμένος, με κίτρινο γιορτινό σακάκι, κρατώντας το σπαθί και με τα δυο χέρια. Τα μαύρα μάτια του Ίνγκταρ δεν τραβήχτηκαν στιγμή από το πρόσωπο του Ξέθωρου· αν ένιωθε φόβο, δεν το έδειχνε. «Δοκίμασε με κανά-δυο Τρόλοκ», είπε με απαλή φωνή, «πριν τα βάλεις με τέτσιον».
«Κατέβηκα να δω αν η Εγκουέν είναι καλά. Πήγαινε στο μπουντρούμι να επισκεφθεί τον Φάιν, και—»
«Τότε πήγαινε να τη βρεις».
Ο Ραντ ξεροκατάπιε. «Θα τον πολεμήσουμε μαζί, Ίνγκταρ».
«Δεν είσαι έτοιμος γι’ αυτό. Πήγαινε να βρεις την κοπέλα σου. Πήγαινε! Θέλεις να τη βρουν οι Τρόλοκ απροστάτευτη;»
Για μια στιγμή ο Ραντ στάθηκε εκεί αναποφάσιστος. Ο Ξέθωρος είχε υψώσει το σπαθί του, για τον Ίνγκταρ. Ένα άηχο γρυλλητό παραμόρφωνε το στόμα του Ίνγκταρ, αλλά ο Ραντ ήξερε ό,τι δεν ήταν από φόβο. Και η Εγκουέν ίσως ήταν μόνη στο μπουντρούμι μαζί με τον Φάιν, ή με κάτι χειρότερο. Ακόμα κι έτσι, ένιωθε ντροπή, καθώς έτρεχε στις σκάλες που κατέβαιναν στα υπόγεια. Ήξερε ότι το βλέμμα του Ξέθωρου μπορούσε να μεταδώσει φόβο σε κάθε άνθρωπο, αλλά ο Ίνγκταρ είχε δαμάσει το φόβο του. Ο Ραντ ένιωθε το στομάχι του δεμένο κόμπο.
Οι διάδρομοι κάτω από το οχυρό ήταν σιωπηλοί, αχνοφωτισμένοι από τους πυρσούς που τρεμόπαιζαν σε αραιά διαστήματα στους τοίχους. Βράδυνε το βήμα όταν πλησίασε τα μπουντρούμια και προχώρησε όσο πιο ήσυχα μπορούσε στις μύτες των ποδιών του. Ο ξυστός ήχος που έβγαζαν οι μπότες του πάνω στη γυμνή πέτρα έμοιαζε να γεμίζει τα αυτιά του. Η πόρτα των μπουντρουμιών στεκόταν μισάνοιχτη, ίσα με μια χαραμάδα. Θα ’πρεπε να είναι κλειστή και αμπαρωμένη.
Κοιτάζοντας την πόρτα, προσπάθησε να ξεροκαταπιεί και δεν τα κατάφερε. Ανοιξε το στόμα για να φωνάξει, έπειτα το ξανάκλεισε γρήγορα. Αν η Εγκουέν ήταν εκεί και κινδύνευε, η κραυγή του απλώς θα προειδοποιούσε αυτόν που την απειλούσε. Ό,τι κι αν συνέβαινε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, και ετοιμάστηκε.
Με μια κίνηση άνοιξε διάπλατα την πόρτα, σπρώχνοντας την με το θηκάρι που κρατούσε στο αριστερό χέρι, και όρμηξε στο μπουντρούμι, έσκυψε τον ώμο του για να κυλιστεί στα άχυρα που κάλυπταν το πάτωμα και ξαναστάθηκε όρθιος, στρίβοντας δεξιά κι αριστερά τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να δει καθαρά την αίθουσα, ψάχνοντας απελπισμένα να δει αν υπήρχε κάποιος που ίσως του επιτιθόταν, ψάχνοντας για την Εγκουέν. Δεν ήταν κανείς εκεί.
Το βλέμμα του έπεσε στο τραπέζι, και ο Ραντ σταμάτησε επιτόπου, με την ανάσα, ακόμα και τη σκέψη, παγωμένες. Δεξιά κι αριστερά της λάμπας, η οποία έκαιγε ακόμα, σαν να την πλαισίωναν, βρίσκονταν τα κεφάλια των φρουρών μέσα σε δυο λίμνες αίματος. Τα μάτια τους τον κοίταζαν, ορθάνοιχτα από φόβο, και τα στόματά τους έχασκαν σε μια τελευταία κραυγή, που δεν μπορούσε να ακούσει κανείς. Ο Ραντ ένιωσε αναγούλα και διπλώθηκε στα δύο· το στομάχι του σφίχτηκε και ξανασφίχτηκε, καθώς έκανε εμετό στα άχυρα. Στο τέλος κατόρθωσε να σηκωθεί όρθιος, σκουπίζοντας το στόμα με το μανίκι· το λαιμό του τον ένιωθε γδαρμένο.
Σιγά-σιγά είδε και το υπόλοιπο δωμάτιο, το οποίο είχε δει χωρίς να το προσέξει, καθώς έψαχνε βιαστικά για κάποια απειλή. Ματωμένοι κόμποι σάρκας ήταν σπαρμένοι στα άχυρα. Δεν υπήρχε τίποτα που να του μοιάζει ανθρώπινο, με εξαίρεση τα δύο κεφάλια. Μερικά από τα κομμάτια έμοιαζαν μασημένα.