Ο Ραντ στράφηκε μακριά τους, τράβηξε αδέξια τους σύριες της εσωτερικής πόρτας και την άνοιξε. «Η Εγκουέν ήρθε εδώ», ανακοίνωσε για όποιον ήθελε να ακούσει, και μπήκε μέσα, κρατώντας ψηλά τη λάμπα. Τα γόνατά του ήθελαν να λυγίσουν· δεν ήξερε πώς κατάφερνε και στεκόταν όρθιος, μόνο ότι έπρεπε να βρει την Εγκουέν. «Εγκουέν!»
Ένας κούφιος ρόγχος κι ένας σφαδαγμός ακούστηκαν από κι δεξιά του, και ο Ραντ πλησίασε εκεί τη λάμπα. Ο φυλακισμένος με το καλό παλιό ήταν σωριασμένος πάνω στη σιδερένια γρίλια του κελιού του, με τη ζώνη να κάνει μια κουλούρα γύρω από τα κάγκελο και ύστερα άλλη μια γύρω από το λαιμό του. Καθώς τον κοίταζε ο Ραντ, τινάχτηκε μια τελευταία φορά, ξύνοντας το γεμάτο άχυρα πάτωμα, και έμεινε ασάλευτος, με τη γλώσσα και τα μάτια να φουσκώνουν σε ένα πρόσωπο που είχε γίνει σχεδόν μαύρο. Τα γόνατά του σχεδόν άγγιζαν το πάτωμα· θα μπορούσε να είχε σηκωθεί όποτε ήθελε.
Ο Ραντ, τρέμοντας, κοίταξε το διπλανό κελί. Ο μεγαλόσωμος άνδρας με τις βουλιαγμένες αρθρώσεις ήταν ζαρωμένος στο βάθος του κελιού του, με μάτια ανοιγμένα διάπλατα όσο πήγαιναν. Βλέποντας τον Ραντ, τσίριξε και στριφογύρισε, ξύνοντας λυσσασμένα τον πέτρινο τοίχο.
«Δεν θα σε πειράξω», φώναξε ο Ραντ. Ο άνδρας συνέχισε να ουρλιάζει και να σκάβει. Τα χέρια του ήταν ματωμένα, και με κινήσεις πάνω-κάτω περνούσαν διαρκώς από τις ίδιες σκούρες, πηχτές κηλίδες. Δεν ήταν η πρώτη του προσπάθεια να σκάψει την πείρα με τα γυμνά του χέρια.
Ο Ραντ γύρισε από την άλλη, νιώθοντας ανακούφιση που το στομάχι του ήταν ήδη άδειο. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτούς. «Εγκουέν!»
Το φως της λάμπας τελικά έφτασε ως το τέλος των κελιών. Η πόρτα του κελιού του Φάιν ήταν ανοιχτή, και το κελί ήταν άδειο, αλλά οι δύο μορφές στην πέτρα μπροστά στο κελί έκαναν τον Ραντ να πηδήξει μπροστά και να γονατίσει ανάμεσά τους.
Η Εγκουέν και ο Ματ κείτονταν με τα μέλη απλωμένα χαλαρά, αναίσθητοι... ή νεκροί. Τον πλημμύρισε ανακούφιση όταν είδε τα στήθη τους να υψώνονται και να χαμηλώνουν. Δεν φαίνονταν να έχουν ούτε σημάδι πάνω τους.
«Εγκουέν; Ματ;» Ακούμπησε κάτω το σπαθί και κούνησε απαλά την Εγκουέν. «Εγκουέν;» Εκείνη δεν άνοιξε τα μάτια. «Μουαραίν! Η Εγκουέν είναι πληγωμένη! Και ο Ματ!» Ο Ματ ακουγόταν ν’ ανασαίνει με κόπο και το πρόσωπό του ήταν νεκρικά χλωμό. Του Ραντ του ήρθε να βάλει τα κλάματα.
«Μην τους κουνήσεις». Η Μουαραίν δεν φαινόταν ταραγμένη, ούτε καν έκπληκτη.
Ο θάλαμος ξαφνικά πλημμύρισε φως με την είσοδο των δύο Άες Σεντάι. Κάθε μια κρατούσε μια λαμπρή σφαίρα από ψυχρό φως, που έπλεε στον αέρα λίγο πάνω από την παλάμη της.
Η Λίαντριν προχώρησε με σταθερά βήματα στη μέση του φαρδιού διαδρόμου, κρατώντας μ’ ένα χέρι το φουστάνι ψηλά για να μην αγγίζει τα άχυρα, αλλά η Μουαραίν στάθηκε για να κοιτάξει τους άλλους δύο φυλακισμένους πριν συνεχίσει. «Για τον έναν δεν γίνεται τίποτα», είπε, «και ο άλλος μπορεί να περιμένει».
Η Λίαντριν έφτασε πρώτη τον Ραντ και μισόσκυψε πάνω από την Εγκουέν, αλλά η Μουαραίν όρμηξε μπροστά της και ακούμπησε το ελεύθερο χέρι της στο κεφάλι της Εγκουέν. Η Λίαντριν σηκώθηκε κάνοντας μια γκριμάτσα.
«Δεν είναι βαριά πληγωμένη», είπε η Μουαραίν μετά από μια στιγμή. «Χτυπήθηκε εδώ». Έδειξε μια περιοχή στο πλάι του κεφαλισα της Εγκουέν, που της σκέπαζαν τα μαλλιά της· ο Ραντ δεν έβλεπε τίποτα διαφορετικό εκεί. «Είναι το μόνο τραύμα της. Θα συνέλθει».
Ο Ραντ κοίταξε πρώτα τη μια Άες Σεντάι και μετά την άλλη. «Και ο Ματ;» Η Λίαντριν του έριξε μια ματιά υψώνοντας ένα φρύδι και γύρισε για να δει τη Μουαραίν με ειρωνικό ύφος.
«Κάνε ησυχία», είπε η Μουαραίν. Με τα δάχτυλά της ακόμα στην περιοχή που είχε πει ότι ήταν το τραύμα της Εγκουέν, έκλεισε τα μάτια. Η Εγκουέν μουρμούρισε και σάλεψε, έπειτα έμεινε ακίνητη.
«Είναι...;»
«Κοιμάται, Ραντ. Θα γίνει καλά, αλλά πρέπει να κοιμηθεί». Η Μουαραίν στράφηκε προς τον Ματ, αλλά μόνο τον άγγιζε για μια στιγμή και αποτραβήχτηκε. «Αυτό είναι πιο σοβαρό», είπε με απαλή φωνή. Του άνοιξε το παλτό, έψαξε στη μέση του και έκανε έναν θυμωμένο ήχο. «Λείπει το εγχειρίδιο».
«Ποιο εγχειρίδιο;» ρώτησε η Λίαντριν,
Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από το εξωτερικό δωμάτιο, άνδρες που αναφωνούσαν με αηδία και θυμό.
«Εδώ πέρα», φώναξε η Μουαραίν. «Φέρτε δύο φορεία. Γρήγορα». Κάποιος απ’ έξω φώναξε για τα φορεία.
«Ο Φάιν το έσκασε», είπε ο Ραντ.
Οι δύο Άες Σεντάι τον κοίταξαν. Λεν μπορούσε να καταλάβει την έκφρασή τους. Τα μάτια τους λαμπύριζαν στο φως.
«Το βλέπω», είπε η Μουαραίν με άτονη φωνή.
«Της είπα να μην έρθει. Της είπα ότι ήταν επικίνδυνος».
«Όταν ήρθα», είπε η Λίαντριν με παγερή φωνή, «κατέστρεφε κάτι που ήταν γραμμένο στον εξωτερικό θάλαμο».
Ο Ραντ κούνησε τα πόδια αμήχανα. Τώρα τα μάτια των Άες Σεντάι έμοιαζαν. Τον μετρούσαν και τον ζύγιζαν, ψυχρά και τρομερά.