«Ήταν — ήταν βρωμιές», είπε. «Μόνο βρωμιές». Τον κοίταζαν ακόμα, χωρίς να μιλούν. «Λεν πιστεύετε ότι εγώ θα... Μουαραίν, δεν μπορεί να πιστεύεις ότι εγώ θα είχα καμιά σχέση με — με ό,τι έγινε εκεί έξω».
Εκείνη δεν του απάντησε, και ο Ραντ ένιωσε μια κρυάδα, την οποία δεν την απάλυναν οι άνδρες που μπήκαν μέσα με δαυλούς και λάμπες. Η Μουαραίν και η Λίαντριν άφησαν τις λαμπερές μπάλες να σβήσουν. Οι λάμπες και οι δαυλοί δεν έδιναν τόσο φως· σκιές φύτρωσαν στα βάθη των κελιών. Άνδρες με φορεία έτρεξαν στις μορφές που ήταν ξαπλωμένες στο πάτωμα. Τους οδηγούσε ο Ίνγκταρ. Ο κότσος του σχεδόν έτρεμε από θυμό και το πρόσωπό του έδειχνε ότι ήθελε να βρει κάτι για να τραβήξει το σπαθί του.
«Κι ο Σκοτεινόφιλος χάθηκε, λοιπόν», μούγκρισε. «Ε, είναι το μικρότερο κακό απ’ όσα έγιναν απόψε».
«Το μικρότερο, ακόμα κι εδώ», είπε κοφτά η Μουαραίν. Έδωσε οδηγίες στους άνδρες που έβαζαν την Εγκουέν και τον Ματ στα φορεία. «Θα πάτε την κοπέλα στο δωμάτιό της. Χρειάζεται μια γυναίκα για να την προσέχει, σε περίπτωση που ξυπνήσει τη νύχτα. Μπορεί να είναι τρομαγμένη, τώρα όμως πάνω απ’ όλα χρειάζεται ύπνο. Το αγόρι...» Άγγιξε τον Ματ, καθώς δύο άνδρες σήκωναν το φορείο του, και τράβηξε γοργά το χέρι της. «Πηγαίνετε τον στους θαλάμους της Έδρας της Άμερλιν. Βρείτε την Άμερλιν, όπου κι αν είναι, και πείτε της ότι το αγόρι είναι εκεί. Πείτε της ότι το όνομά του είναι Μάτριμ Κώθον. Θα πάω εκεί μόλις μπορέσω».
«Στην Άμερλιν!» Αναφώνησε η Λίαντριν. «Θέλεις να κάνεις την Άμερλιν Θεραπεύτρια για το — για το ζωάκι σου; Είσαι τρελή, Μουαραίν».
«Η Έδρα της Άμερλιν», είπε ήρεμα η Μουαραίν, «δεν συμμερίζεται τις προκαταλήψεις του Κόκκινου Άτζα σου, Λίαντριν. Θα Θεραπεύσει έναν άνδρα χωρίς να έχει ιδιαίτερο σκοπό γι’ αυτόν. Πηγαίνετε», είπε στους τραυματιοφορείς.
Η Λίαντριν τους παρακολούθησε να φεύγουν, τη Μουαραίν και τους άνδρες που μετέφεραν τον Ματ και την Εγκουέν, και μετά γύρισε για να κοιτάξει τον Ραντ. Αυτός προσπάθησε να την αγνοήσει. Με επιμέλεια, θηκάρωσε το σπαθί του και τίναζε τα άχυρα που είχαν κολλήσει στο πουκάμισο και το παντελόνι του. Όταν όμως σήκωσε πάλι το κεφάλι, η Άες Σεντάι τον μελετούσε ακόμα, με πρόσωπο ανέκφραστο σαν πάγος. Χωρίς να ανοίξει το στόμα της, γύρισε και περιεργάστηκε σκεφτικά τους άλλους άνδρες. Ένας ανασήκωνε το σώμα του κρεμασμένου, ενώ ο άλλος πάσχιζε να λύσει τη ζώνη. Ο Ίνγκταρ και οι υπόλοιποι περίμεναν με έκφραση σεβασμού. Έριξε μια τελευταία ματιά στον Ραντ και έφυγε, με το κεφάλι ψηλά σαν βασίλισσα.
«Σκληρή γυναίκα», μουρμούρισε ο Ίνγκταρ, και φάνηκε να ξαφνιάζεται που είχε μιλήσει. «Τι έγινε εδώ, Ραντ αλ’Θορ;»
Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω τίποτα, μόνο ότι ο Φάιν κατάφερε με κάποιον τρόπο να δραπετεύσει. Και φεύγοντας τραυμάτισε την Εγκουέν και τον Ματ. Είδα την αίθουσα των φρουρών» —ένιωσε ανατριχίλα— «αλλά εδώ μέσα... Ό,τι κι αν ήταν, Ίνγκταρ, τρόμαξε αυτόν τον άνθρωπο τόσο πολύ, που κρεμάστηκε μόνος του. Νομίζω ότι ο άλλος τρελάθηκε, όταν το είδε».
«Όλοι τρελαθήκαμε απόψε».
«Ο Ξέθωρος... τον σκότωσες;»
«Όχι!» Ο Ίνγκταρ βρόντηξε το σπαθί στη θήκη του· η λαβή πρόβαλλε πάνω από τον δεξί του ώμο. Φαινόταν την ίδια στιγμή ντροπιασμένος και θυμωμένος. «Τώρα πια έχει φύγει από το οχυρό, μαζί με ό,τι άλλο δεν μπορέσαμε να σκοτώσουμε».
«Τουλάχιστον είσαι ζωντανός, Ίνγκταρ. Αυτός ο Ξέθωρος σκότωσε επτά άνδρες!»
«Ζωντανός; Είναι τόσο σημαντικό;» Ο Ίνγκταρ άλλαξε απότομα έκφραση και αντί για Θυμό φάνηκε κουρασμένος και γεμάτος πόνο. «Το είχαμε στα χέρια μας. Στα χέρια μας! Και το χάσαμε, Ραντ. Το χάσαμε!» Έμοιαζε να μην πιστεύει αυτά που έλεγε.
«Τι χάθηκε;» ρώτησε ο Ραντ.
«Το Κέρας! Το Κέρας του Βαλίρ. Εξαφανίστηκε, μαζί με το κιβώτιο και τα λοιπά».
«Μα ήταν στο θησαυροφυλάκιο».
«Λεηλάτησαν το θησαυροφυλάκιο», είπε ο Ίνγκταρ κουρασμένη, «Λεν πήραν πολλά, με εξαίρεση το Κέρας. Ό,τι μπόρεσαν να χώσουν στις τσέπες τους. Μακάρι να είχαν πάρει τα πάντα και να το άφηναν αυτό. Σκότωσαν τον Ρόναν και τους σκοπούς που φύλαγαν το θησαυροφυλάκιο». Η φωνή του κάλμαρε. «Όταν ήμουν μικρό παιδί, ο Ρόναν είχε κρατήσει τον Πύργο Τζεχάαν με είκοσι άνδρες ενάντια σε χίλιους Τρόλοκ. Δεν έπεσε έτσι εύκολα όμως. Ο γέρος είχε αίμα στο μαχαίρι του. Τι άλλο να ζητήσεις». Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. «Πέρασαν από την Πύλη των Σκυλιών, και βγήκαν πάλι από κει. Φάγαμε πενήντα ή παραπάνω, μα ξέφυγαν πολλοί. Τρόλοκ! Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε Τρόλοκ μέσα στο οχυρό. Ποτέ!»
«Πώς μπορεί να μπήκαν από την Πύλη των Σκυλιών, Ίνγκταρ; Εκεί ένας άνδρας μόνος μπορεί να σταματήσει εκατό. Και όλες οι πύλες ήταν αμπαρωμένες». Κούνησε τα πόδια ανήσυχα, καθώς θυμόταν το λόγο. «Οι σκοποί δεν θα άνοιγαν για να μπει κανένας».
«Τους είχαν κόψει το λαιμό», είπε ο Ίνγκταρ. «Καλοί άνθρωποι και οι δυο, όμως τους έσφαξαν σαν πρόβατα. Έγινε από μέσα. Κάποιος τους σκότωσε, ύστερα άνοιξε την πύλη. Κάποιος που μπορούσε να τους πλησιάσει χωρίς να τον υποψιαστούν. Κάποιος που τον ήξεραν».
Ο Ραντ κοίταξε το άδειο κελί του Πάνταν Φάιν. «Μα αυτό σημαίνει...»