Δεν αναγνώριζε κανένα κεφάλι· οι φρουροί είχαν αλλάξει από την προηγούμενη φορά που είχε κατέβει. Χάρηκε γι’ αυτό. Θα ήταν χειρότερα, αν ήξερε ποιοι ήταν, ακόμα κι αν ήταν ο Τσάνγκου. Το αίμα είχε βάψει και τους τοίχους, αλλά εκεί σχημάτιζε βιαστικά γράμματα, απομονωμένες λέξεις και φράσεις παντού τριγύρω. Μερικές ήταν απότομες και γεμάτες γωνίες, σε μια γλώσσα την οποία δεν ήξερε, αν και αναγνώριζε τη γραφή των Τρόλοκ. Άλλες μπορούσε να τις διαβάσει, κι ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Βλασφημίες και χυδαιολογείς, τόσο ελεεινές, που θα έκαναν και σταβλίτη ή φύλακα εμπόρου να χλομιάσουν.
«Εγκουέν». Η γαλήνη χάθηκε. Έχωσε το θηκάρι μέσα από τη ζώνη του, άρπαζε τη λάμπα από το τραπέζι, σχεδόν χωρίς να προσέζει κι κεφάλια που κύλησαν. «Εγκουέν! Πού είσαι;»
Ξεκίνησε για την εσωτερική πόρτα, έκανε δύο βήματα, και σταμάτησε, κοιτάζοντας. Οι λέξεις στην πόρτα, σκούρες λέξεις, που άστραφταν υγρές στο φως της λάμπας, ήταν ξεκάθαρες.
ΘΑ ΞΑΝΑΝΤΑΜΩΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΤΟΜΑΝ ΧΕΝΤ
ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ, ΑΛ’ΘΟΡ
Το σπαθί έπεσε από το χέρι του, που ξαφνικά είχε μουδιάσει. Χωρίς να τραβήξει το βλέμμα από την πόρτα, έσκυψε να το πιάσει. Αντί γι’ αυτό, άρπαξε μια χούφτα άχυρα και άρχισε να τρίβει με μανία τις λέξεις στην πόρτα. Λαχανιάζοντας, συνέχισε να τρίβει, ώσπου όλα ήταν μια ματωμένη μουτζούρα, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει.
«Τι κάνεις;»
Ακούγοντας την έντονη φωνή πίσω του, στριφογύρισε, σκύβοντας για να πιάσει το σπαθί του.
Μια γυναίκα στεκόταν στην εξωτερική πόρτα, με το κορμί κορδωμένο από οργή. Τα μαλλιά της χρύσιζαν, πλεγμένα σε καμιά δεκαριά κοτσίδες ή περισσότερες, αλλά τα μάτια της ήταν μαύρα και φλογερά. Δεν φαινόταν να είναι μεγαλύτερη του, κι ήταν όμορφη, παρά το μουτρωμένο ύφος, αλλά το στόμα της ήταν σφιγμένο, με τρόπο που του Ραντ δεν του καλοφάνηκε καθόλου. Έπειτα είδε το σάλι, το οποίο είχε τυλίξει σφιχτά γύρω της, με τα μακριά, κόκκινα κρόσσια.
Άες Σεντάι.
«Τα πάντα πρέπει να μείνουν όπως ήταν για να τα εξετάσουμε. Τίποτα μην αγγίξεις». Έκανε ένα βήμα μπρος, κοιτάζοντάς τον, κι εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω. «Ναι. Ναι, καλά μου φάνηκε. Ένας από κείνους με τη Μουαραίν. Τι σχέση έχεις μ’ όλα αυτά;» Η χειρονομία της συμπεριέλαβε τα κεφάλια στο τραπέζι και τη ματωμένη γραφή στους τοίχους.
Για λίγο έμεινε κοιτάζοντάς τη γουρλωμένος. «Εγώ; Τίποτα! Κατέβηκα εδώ για να βρω την... Εγκουέν!»
Γύρισε για να ανοίξει την εσωτερική πόρτα, και η Άες Σεντάι φώναξε, «Όχι! Θα μου απαντήσεις!»
Ξαφνικά ένιωσε ότι μόλις που κατόρθωνε να σταθεί όρθιος, να κρατήσει τη λάμπα και το σπαθί του. Μια παγωνιά τον έσφιγγε απ’ όλες τις μεριές. Ένιωθε το κεφάλι του σαν να το είχε πιάσει μια παγωμένη λαβίδα· η πίεση στο στήθος του ήταν τέτοια που με δυσκολία κατάφερνε να ανασάνει.
«Απάντησε μου, μικρέ. Πες μου το όνομά σου!»
Άθελά του γρύλισε, προσπαθώντας να ανασάνει κόντρα στο ψύχος, που έμοιαζε να πιέζει το πρόσωπό του πάνω στο κρανίο του, πιέζοντας το στήθος του σαν παγωμένα σιδερένια δεσμά. Έσφιξε τα δόντια του για να μην αφήσει τον ήχο να βγει. Με πόνο, γύρισε τα μάτια του για να την αγριοκοιτάξει μέσα από ένα πέπλο δακρίων. Το Φως να σε κάψει, Άες Σεντάι.
«Απάντησέ μου, μικρέ. Τώρα!»
Παγωμένες βελόνες τρύπησαν το μυαλό του με αγωνία, χώθηκαν στα κόκαλά του. Το κενό σχηματίστηκε μέσα του, πριν συνειδητοποιήσει καν ότι το είχε σκεφτεί, αλλά δεν μπορούσε να διώξει τον πόνο. Ένιωσε αόριστα φως και ζέστη κάπου μακριά. Τρεμόσβηνε ξεψυχισμένο, αλλά το φως ήταν ζεστό, κι ο ίδιος κρύωνε. Ήταν μακρινό και άπιαστο, αλλά, με κάποιον τρόπο, τόσο κοντά στα χέρια του. Φως μου, τόση παγωνιά. Πρέπει να φτάσω... τι;
«Τι συμβαίνει εδώ;»
Ξαφνικά η παγωνιά και η πίεση και οι βελόνες χάθηκαν. Τα γόνατά του λύγισαν, αλλά τα ανάγκασε να κρατήσουν. Δεν θα έπεφτε στα γόνατα· δεν θα της έδινε αυτή την ικανοποίηση. Και το κενό, επίσης, είχε χαθεί, όσο ξαφνικά είχε έρθει.
«Ρώτησα τι συμβαίνει εδώ, Λίαντριν», είπε.
•Βρήκα εδώ αυτό το αγόρι», απάντησε ήρεμα η Κόκκινη Άες Σεντάι. «Οι φρουροί δολοφονήθηκαν κι αυτός είναι εδώ. Ένας από τους δικούς σου. Επίσης, χι κάνεις εσύ εδώ, Μουαραίν; Η μάχη είναι πάνω, όχι εδώ».
«Θα μπορούσα να ρωτήσω και σένα το ίδιο, Λίαντριν». Η Μουαραίν κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο, σφίγγοντας ελαφρά μόνο το στόμα της όταν είδε το σφαγείο.