Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

«Η Εγκουέν». Διέσχισε το δωμάτιο με βιαστικές δρασκελιές και άρπαζε το σπαθί και τη θήκη από το δέμα. Φως μου, το κακό θα ’πρεπε να βλάψει εμένα, όχι αυτήν. «Είναι στο μπουντρούμι μαζί με τον Φάιν. Αν αυτός με κάποιον τρόπο το έσκασε;»

Η Νυνάβε τον πρόφτασε στην πόρτα και τον άρπαξε από το μπράτσο. Δεν έφτανε στο ύψος ούτε τον ώμο του, αλλά τον κράτησε με σιδερένια λαβή. «Μην κάνεις ακόμα μεγαλύτερη βλακεία, Ραντ. Ακόμα κι αν αυτό δεν έχει σχέση με σένα, υπάρχουν οι γυναίκες, που κάτι ψάχνουν! Μα το Φως, άνθρωπέ μου, αυτά είναι τα δια μερίσματα των γυναικών. Το πιθανότερο είναι να υπάρχουν Άες Σεντάι στους διαδρόμους. Η Εγκουέν δεν θα πάθει τίποτα. Θα έπαιρνε μαζί της τον Ματ και τον Πέριν. Ακόμα κι αν έμπλεκε κάπου, θα την βοηθούσαν».

«Κι αν δεν μπόρεσε να τους βρει, Νυνάβε; Αυτό δεν θα την εμπόδιζε. Θα πήγαινε μόνη της, όπως θα ’κανες κι εσύ, και το ξέρεις. Φως μου, της είπα ότι ο Φάιν είναι επικίνδυνος. Που να καώ, της το είπα!» Που να με κάψει το Φως, το κακό έπρεπε να έρθει σε μένα!

Μια γυναίκα τσίριξε βλέποντάς τον, με το κακοφτιαγμένο γιλέκο εργάτη του και το σπαθί στο χέρι. Οι άνδρες, ακόμα κι όταν ήταν προσκαλεσμένοι, δεν πήγαιναν οπλισμένοι στους γυναικωνίτες, εκτός αν το οχυρό δεχόταν επίθεση. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος γυναίκες, υπηρέτριες με μαύρα και χρυσά ρούχα, κυρίες του οχυρού με μεταξωτά και δαντέλες, γυναίκες με κεντημένα σάλια με μακριά κρόσσια, που μιλούσαν μεγαλόφωνα και ταυτοχρόνως, απαιτώντας να μάθουν τι συνέβαινε. Πανιού υπήρχαν παιδιά, που έκλαιγαν πιασμένα από φούστες. Ο Ραντ όρμηξε ανάμεσά τους, απέφυγε όσες μπορούσε, μουρμούρισε συγνώμη από κείνες που είχε παραμερίσει με τον ώμο του, προσπάθησε να αγνοήσει τις έκπληκτες ματιές τους.

Μια από τις γυναίκες που φορούσαν σάλι έστριψε για να πάει στο δωμάτιο της, και ο Ραντ είδε την πίσω πλευρά του σαλιού της, είδε το αστραφτερό λευκό δάκρυ στο κέντρο. Ξαφνικά αναγνώρισε πρόσωπα που είχε δει στην εξωτερική αυλή. Άες Σεντάι, οι οποίες κόρα τον κοίταζαν με ταραχή.

«Ποιος είσαι; Τι θες εδώ;»

«Το οχυρό δέχθηκε επίθεση; Απάντησε μου, νεαρέ!»

«Δεν είναι στρατιώτης. Ποιος είναι; Τι συμβαίνει;»

«Είναι ο νεαρός άρχοντας από το νότο!»

«Ας τον σταματήσει κάποια!»

Ο φόβος τον έκανε να τραβήξει τα χείλη και να γυμνώσει τα δόντια, αλλά συνέχισε να προχωρά μπροστά και προσπάθησε να κάνει πιο γρήγορα.

Έπειτα μια γυναίκα βγήκε στο διάδρομο, βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του, και ο Ραντ άθελά του σταμάτησε. Αναγνώριζε αυτό το πρόσωπο καλύτερα από κάθε άλλο· του φαινόταν ότι θα το θυμόταν ακόμα κι αν ζούσε παντοτινά. Η Έδρα της Άμερλιν. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα στη θέα του, και του ανταπέδωσε το βλέμμα. Μια άλλη Άες Σεντάι, η ψηλή γυναίκα, την οποία είχε δει να κρατά το ραβδί, μπήκε ανάμεσα σ’ αυτόν και την Άμερλιν, φωνάζοντάς του κάτι, το οποίο δεν κατάφερε να ακούσει μέσα στην οχλοβοή.

Ξέρει. Φως μου βοήθησέ με, ξέρει. Η Μουαραίν της το είπε. Συνέχισε να τρέχει, γρυλίζοντας. Φως μου, να δω την Εγκουέν σώα και ασφαλή, πριν αυτές οι... Άκουσε πίσω του φωνές, μα δεν έδωσε σημασία.

Στο οχυρό πίσω του τα πάντα ήταν ανάστατα. Άνδρες έτρεχαν προς τις αυλές με το σπαθί στο χέρι, χωρίς να του ρίχνουν ματιά. Πάνω από τη φασαρία των καμπανισμάτων, τώρα μπορούσε να ακούσει κι άλλους ήχους. Φωνές. Στριγκλιές. Μέταλλο που κουδούνιζε πάνω σε μέταλλο. Μόλις είχε προλάβει να αναληφθεί ότι ήταν ήχοι μάχης —Μάχη; Μέσα στο Φαλ Ντάρα;— όταν τρεις Τρόλοκ βγήκαν μπροστά του, τρέχοντας από τη γωνία.

Τριχωτές μουσούδες παραμόρφωναν ανθρώπινα πρόσωπα, που κατά τα άλλα ήταν φυσιολογικά, ένα απ’ αυτά με κέρατα τραγίσια. Γύμνωσαν τα δόντια τους, ύψωσαν σπαθιά όμοια με δρεπάνια, καθώς τον πλησίαζαν γοργά.

Ο διάδρομος, που πριν από μια στιγμή ήταν γεμάτος άνδρες που έτρεχαν, τώρα είχε αδειάσει, και μόνο ο Ραντ και οι τρεις Τρόλοκ απέμεναν. Αιφνιδιασμένος, ξεθηκάρωσε αδέξια το σπαθί του, δοκίμασε τη στάση Το Κολιμπρί Φιλά το Ρόδο. Κλονισμένος, καθώς έβρισκε Τρόλοκ στην καρδιά του οχυρού Φαλ Ντάρα, πήρε τη στάση τόσο άσχημα, που ο Λαν θα τον παρατούσε αηδιασμένος. Ο Τρόλοκ με τη μουσούδα αρκούδας την απέφυγε άνετα, όμως σκούντηξε τους συντρόφους του, που για μια στιγμή έχασαν την ισορροπία τους.

Ξαφνικά εμφανίστηκαν καμιά δεκαριά Σιναρανοί, οι οποίοι τον προσπέρασαν και χίμηξαν στους Τρόλοκ, άνδρες μισοντυμένοι με λαμπρά ρούχα, μα με τα σπαθιά έτοιμα. Ο αρκουδομούρης Τρόλοκ γρύλισε καθώς πέθαινε, και οι σύντροφοί του έτρεξαν, καταδιωκόμενοι από άνδρες που φώναζαν κι ανέμιζαν ατσάλι. Φωνές και ουρλιαχτά ακούγονταν από πανιού.

Εγκουέν!

Ο Ραντ χώθηκε στα βάθη του οχυρού, τρέχοντας σε διαδρόμους άδειους από κάθε ίχνος ζωής, παρ’ όλο που εδώ κι εκεί υπήρχαν νεκροί Τρόλοκ στο πάτωμα. Ή νεκροί άνθρωποι.

Перейти на страницу:

Похожие книги