Με μια εκκωφαντική μεταλλική τσιρίδα, ένα από τα στηρίγματα ξεκόλλησε εν μέρει από το πλαίσιο της πόρτας και κρεμάστηκε από τα καρφιά, τα οποία είχαν βγει ένα δάχτυλο πιο έξω από το ξύλο. Ο σύρτης σείστηκε από ένα ακόμα χτύπημα, και τα καρφιά στρίγκλισαν πάλι.
«Πρέπει να τους σταματήσουμε!» φώναξε ο Ραντ.
«Είναι πολύ αργά», είπε ο Ματ. «Δεν καταλαβαίνεις;» Το πλατύ του χαμόγελο φάνταζε αλλόκοτο πάνω σ’ ένα πρόσωπο άσπρο σαν χαρτί, και από το στήθος του ξεπρόβαλλε η λαβή ενός εγχειριδίου, μ’ ένα ρουμπίνι στην άκρη το οποίο έλαμπε σαν να έκλεινε μέσα του φωτιά. Το πετράδι έμοιαζε περισσότερο ζωντανό απ’ όσο το πρόσωπό του. «Είναι πολύ αργά, δεν μπορούμε να αλλάζουμε τίποτε».
«Τελικά τα ξεφορτώθηκα», είπε ο Πέριν, γελώντας. Αίμα έτρεχε στο πρόσωπό του, σαν καταρράκτης δακρύων από τις άδειες κόγχες των ματιών του. Άπλωσε τα κόκκινα χέρια του, προσπαθώντας να δείξει στον Ραντ τι κρατούσε. «Είμαι ελεύθερος τώρα. Τελείωσε».
«Ποτέ δεν τελειώνει, αλ’Θορ», φώναξε ο Πάνταν Φάιν, χοροπηδώντας στη μέση του δωματίου. «Η μάχη ποτέ δεν σταματά».
Η πόρτα διαλύθηκε με μια βροχή από σχίζες και πελεκούδια, και ο Ραντ έσκυψε για να ξεφύγει από τα σπασμένα ξύλα που πετούσαν. Δύο κοκκινοφορεμένες Άες Σεντάι πέρασαν μέσα, κάνοντας υπόκλιση για να μπει ο αφέντης τους. Μια μάσκα στο χρώμα του ξεραμένου αίματος κάλυπτε το πρόσωπο του Μπα’άλζαμον, αλλά ο Ραντ μπορούσε να δει τις φλόγες των ματιών του από τα ανοίγματα της μάσκας, και άκουγε τις βρυχώμενες φωτιές του στόματός του.
«Δεν τελειώσαμε εμείς οι δύο, αλ’Θορ,» είπε ο Μπα’άλζαμον, και μαζί με τον Φάιν μίλησαν σαν ένας, λέγοντας, «Για σένα η μάχη δεν σταματά ποτέ».
Με μια κοφτή, πνιγμένη κραυγή, ο Ραντ ανακάθισε στο πάτωμα, ξυπνώντας καθώς ανέμιζε τα χέρια. Του φαινόταν πως ακόμα άκουγε τη φωνή του Φάιν, κοφτερή, σαν να στεκόταν ο πραματευτής δίπλα του.
Κοίταξε γύρω με θολωμένα μάτια, για να πειστεί ότι ήταν ακόμα κρυμμένος εκεί που τον είχε αφήσει η Εγκουέν, ξαπλωμένος σε ένα πρόχειρο ξυλοκρέβατο σε μια γωνιά του δωματίου της. Το αμυδρό φως μιας λάμπας διαχεόταν στο δωμάτιο, και ο Ραντ είδε με έκπληξη τη Νυνάβε να πλέκει σε μια κουνιστή πολυθρόνα στην άλλη άκρη του κανονικού κρεβατιού, του οποίου τα σκεπάσματα ήταν απείραχτα. Έξω ήταν νύχτα.
Η Νυνάβε, μελαχρινή και λεπτή, είχε τα μαλλιά της χτενισμένα σε μια χοντρή πλεξούδα, που κρεμόταν από τον ώμο της και κατηφόριζε σχεδόν ως τη μέση της. Δεν είχε ξεχάσει την πατρίδα της. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο και δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται τίποτα εκτός από το πλέξιμό της, καθώς κουνιόταν απαλά μπρος-πίσω. Το σταθερό
Μερικά από τα τελευταία βράδια ο Ραντ ευχόταν να είχε ένα χαλί στο παγωμένο πέτρινο πάτωμα του δωματίου του, αλλά στο Σίναρ τα δωμάτια των ανδρών ήταν πάντα λιτά και απέριττα. Εδώ οι τοίχοι είχαν δύο ταπισερί, με σκηνές από βουνά με καταρράχτες, και κουρτίνες με κεντημένα λουλούδια πλάι στις βελοθυρίδες. Κομμένα λουλούδια, λευκοί αυγερινοί, ήταν βαλμένα σε ένα κοντό, στρογγυλό βάζο στο τραπέζι πλάι στο κρεβάτι, ενώ άλλα έγερναν το κεφάλι σε άσπρα γυάλινα ανθοδοχεία στους τοίχους. Ένας ολόσωμος καθρέφτης βρισκόταν σε μια γωνία και ένας άλλος κρεμόταν πάνω από το νιπτήρα με τη γαλάζια ριγέ κανάτα και μια μικρή λεκάνη. Αναρωτήθηκε τι τους ήθελε η Εγκουέν δύο καθρέφτες· στο δικό του δωμάτιο δεν υπήρχε κανένας, και δεν ένιωθε την έλλειψη. Μόνο μια λάμπα ήταν αναμμένη, μα υπήρχαν άλλες τέσσερις στο δωμάτιο, το οποίο ήταν μεγάλο, σχεδόν όσο εκείνο που μοιραζόταν με τον Ματ και τον Πέριν. Η Εγκουέν το είχε όλο στη διάθεσή της.
Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, η Νυνάβε του είπε, «Όταν κοιμάσαι το απόγευμα, μην περιμένεις να σε πιάσει ύπνος το βράδυ».
Την κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια, αν και δεν μπορούσε να τον δει. Τουλάχιστον έτσι του φαινόταν. Ήταν λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερή του, αλλά η ιδιότητα της Σοφίας πρόσθετε εξουσία μεγαλύτερης ηλικίας. «Χρειαζόμουν μέρος να κρυφτώ και ήμουν κουρασμένος», είπε, και πρόσθεσε γρήγορα, «Δεν ήρθα τυχαία εδώ. Η Εγκουέν με προσκάλεσε στο γυναικωνίτη».