Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Η Αμαλίζα γούρλωσε τα μάτια και έγειρε πίσω, όσο πιο μακριά γινόταν από τη Λίαντριν, υψώνοντας τα χέρια, σαν να ήθελε να φυλαχτεί από χτύπημα. «Μια κ-κατάπτυστη φήμη, Λίαντριν Σεντάι. Κ-κατάπτυστη. Δ-δεν υπάρχουν Άες Σεντάι που να υπ-πηρετούν τον Σκοτεινό. Δεν το πιστεύω. Πρέπει να με πιστέψεις! Κάτω από το Φως, ο-ορκίζομαι ότι δεν το πιστεύω. Στην τιμή μου και στον Οίκο μου, ορκίζομαι...»

Η Λίαντριν, ψυχρά, την άφησε να συνεχίσει, παρακολουθώντας τη δύναμη που απέμενε στην άλλη γυναίκα να στερεύει μπροστά στη σιωπή της. Ήταν γνωστό ότι οι Άες Σεντάι θύμωναν, θύμωναν πολύ με κείνους που ανέφεραν έστω το Μαύρο Άτζα, και πολύ περισσότερο με κείνους που έλεγαν ότι πίστευαν στην μυστική ύπαρξή του. Μετά απ’ αυτό, με τη βούληση της εξασθενημένη χάρη σε κείνο το παιδικό κόλπο, η Αμαλίζα θα ήταν πηλός στα χέρια της. Μετά από ένα ακόμα χτύπημα.

«Το Μαύρο Άτζα είναι αληθινό, παιδί μου. Αληθινό, και υπάρχει εδώ, εντός των τειχών του Φαλ Ντάρα». Η Αμαλίζα έμεινε γονατιστή εκεί, με το στόμα να χάσκει. Το Μαύρο Άτζα. Άες Σεντάι που ήιαν επίσης Σκοτεινόφιλοι. Σχεδόν εξίσου φρικιό με το να μάθαινε ότι ο ίδιος ο Σκοτεινός περπατούσε στο οχυρό του Φαλ Ντάρα. Αλλά η Λίαντριν δεν σταμάτησε εκεί. «Κάθε Άες Σεντάι που περνά στους διαδρόμους, Μαύρη αδελφή θα μπορούσε να είναι. Αυτό το ορκίζομαι. Δεν μπορώ να σου πω ποιες είναι, μα την προστασία μου μπορείς να έχεις. Αν περπατάς στο Φως και με υπακούς».

«Ναι», ψιθύρισε βραχνά η Αμαλίζα. «Ναι. Σε παρακαλώ, Άες Σεντάι, σε παρακαλώ πες ότι θα προστατέψεις τον αδελφό μου και τις κυρίες της τιμής μου...»

«Αυτούς που τους αξίζει προστασία, θα προστατέψω. Ν’ ανησυχείς για σένα, κόρη μου. Καν να σκέφτεσαι μόνο αυτό που σε διέταξα. Μόνο αυτό. Η μοίρα του κόσμου κρέμεται απ’ αυτό, κόρη μου. Όλα τα άλλα πρέπει να τα ξεχάσεις».

«Ναι, Λίαντριν Σεντάι. Ναι. Ναι».

Η Λίαντριν γύρισε και διέσχισε το δωμάτιο, και μόνο όταν έφτασε. στην πόρτα κοίταξε πίσω. Η Αμαλίζα ήταν ακόμα γονατισμένη, την κοίταζε ακόμα με αγωνία. «Σήκω, Αρχόντισσά μου Αμαλίζα». Μίλησε με ευχάριστο ύφος, με μόνο ένα ίχνος της κοροϊδευτικής διάθεσής της. Αδελφή, αν είναι δυνατόν! Ούτε μια μέρα ως μαθητευδμενη δεν θα άντεχε. Και την εξουσία να διατάζει αυτή την έχει. «Σήκω». Η Αμαλίζα ορθώθηκε με αργές, σπασμωδικές κινήσεις, σαν να ήταν δεμένη πολλές ώρες χειροπόδαρα. Όταν τελικά σηκώθηκε, η Λίαντριν, με τη φωνή της όσο πιο σκληρή γινόταν, είπε, «Και αν απογοητεύσεις τον κόσμο, αν με απογοητεύσεις, τότε θα ζηλέψεις τον αξιολύπητο Σκοτεινόφιλο στο μπουντρούμι».

Κρίνοντας από την όψη της Αμαλίζας, η Λίαντριν σκέφτηκε πως η αποτυχία δεν θα οφειλόταν σε έλλειψη προσπάθειας από μέρους της.

Η Λίαντριν έκλεισε την πόρτα πίσω της και ξαφνικά ένιωσε ένα γαργαλητό στο δέρμα της. Της κόπηκε η ανάσα και στριφογύρισε σαν σβούρα, κοιτάζοντας πέρα-δώθε το μισοσκότεινο διάδρομο. Άδειος. Έξω από τις βελοθυρίδες, είχε πέσει η νύχτα. Ο διάδρομος ήταν άδειος, όμως η Λίαντριν ήταν σίγουρη πως κάποια μάτια την είχαν κοιτάξει. Ο άδειος διάδρομος, γεμάτος σκιές ανάμεσα στις λάμπες των τοίχων, τη χλεύαζε. Παιχνίδια της φαντασίας μου. Τίποτα άλλο.

Είχε πέσει η νύχτα, και υπήρχαν πολλά που έπρεπε να κάνει πριν την αυγή. Οι διαταγές της ήταν σαφείς.


Βαθύ σκοτάδι επικρατούσε στα μπουντρούμια ό,τι ώρα κι αν ήταν, εκτός αν έφερνε κανείς φανάρι, αλλά ο Πάνταν Φάιν καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του, ατενίζοντας το σκοτάδι μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Άκουγε τους άλλους δύο φυλακισμένους να μιλούν στον ύπνο τους, μουρμουρίζοντας με τους εφιάλτες τους. Ο Πάνταν Φάιν περίμενε κάτι, κάτι που το περίμενε εδώ και πολύ καιρό. Πάρα πολύ. Αλλά όχι για πολύ ακόμα.

Η πόρτα της εξωτερικής αίθουσας των φρουρών άνοιξε, χύνοντας ένα ποτάμι από φως, και μια σκοτεινή σιλουέτα πρόβαλε στο άνοιγμα.

Ο Φάιν σηκώθηκε. «Εσύ! Δεν περίμενα εσένα». Τεντώθηκε με προσποιητή άνεση. Το αίμα κυλούσε ορμητικά στις φλέβες του· του φαινόταν πως, αν δοκίμαζε, Θα μπορούσε να πηδήξει πάνω από το οχυρό. «Εκπλήξεις για όλους, ε; Άντε, λοιπόν. Η νύχτα περνά και Θέλω να κοιμηθώ κάποια στιγμή»,

Καθώς ένα φανάρι πλησίαζε το θάλαμο των κελιών, ο Φάιν σήκωσε το κεφάλι, χαμογελώντας προς κάτι αθέατο αλλά αισθητό, πέρα από το πέτρινο ταβάνι του μπουντρουμιού. «Δεν τελείωσε ακόμα», ψιθύρισε. «Η μάχη ποτέ δεν τελειώνει».

6

Σκοτεινή Προφητεία

Η πόρτα του αγροτόσπιτου τραντάχτηκε με τα μανιασμένα χτυπήματα από έξω· ο βαρύς σύρτης αναπήδησε στα στηρίγματά του. Πιο πέρα από το παράθυρο, πλάι στην πόρτα, σάλευε η σιλουέτα ενός Τρόλοκ με χοντρή μουσούδα. Πανιού υπήρχαν παράθυρα, και σκιώδεις μορφές απ’ έξω. Αλλά δεν ήταν αρκετά σκιώδεις. Ο Ραντ διέκρινε τι ήταν.

Перейти на страницу:

Похожие книги