Οι άλλες τρεις γυναίκες που ήταν ήδη στο δωμάτιο στράφηκαν προς το μέρος της, αλλά δεν έκαναν να την πλησιάσουν, απλώς την κοίταξαν. Μία απ’ αυτές της ήταν άγνωστη, μια λεπτή γυναίκα του Κίτρινου Άτζα· η Μουαραίν περνούσε πολύ λίγο καιρό στο Λευκό Πύργο και δεν ήξερε όλες τις Άες Σεντάι, παρ’ όλο που τώρα πια το αλλοτινό πλήθος τους είχε λιγοστέψει. Γνώριζε όμως τις υπόλοιπες. Η Καρλίνυα είχε ψυχρούς τρόπους και χλωμή επιδερμίδα, σαν τα λευκά κρόσσια στο σάλι της, η απόλυτη αντίθεση της μελαχρινής και φλογερής Αλάνα Μοσβάνι από το Πράσινο, μα και οι δυο στέκονταν και την κοίταζαν δίχως να μιλήσουν, ανέκφραστες. Η Αλάνα τύλιξε το σάλι γύρω της με μια απότομη κίνηση, αλλά η Καρλίνυα δεν κουνήθηκε καθόλου. Η λεπτή Κίτρινη αδελφή γύρισε αλλού, με θλιμμένο ύφος.
«Το Φως να σας φωτίζει όλες, Αδελφές», είπε η Μουαραίν. Καμία απάντηση. Δεν ήξερε αν η Σεραφέλ και η Βέριν την είχαν ακούσει καν,
Η εσωτερική πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε η Ληάνε, χωρίς το ραβδί της με τη χρυσή φλόγα. Η Τηρήτρια των Χρονικών ήταν ψηλή σαν άντρας, με σώμα λιγνό και όλο χάρη, ακόμα όμορφη, με δέρμα στο χρώμα του χαλκού και κοντά, μελαχρινά μαλλιά. Φορούσε γαλάζιο οράριο, με πλάτος μια πιθαμή, αντί για σάλι, επειδή καθόταν στην Αίθουσα του Πύργου, αλλά ως Τηρήτρια και όχι για να εκπροσωπήσει το Άτζα της.
«Εδώ είσαι», είπε απότομα στη Μουαραίν, και έδειξε την πόρτα πίσω της. «Έλα, Αδελφή. Η Έδρα της Άμερλιν περιμένει». Μιλούσε από φυσικού της μ’ έναν κοφτό, γοργό τρόπο, που δεν άλλαζε ποτέ, είτε ένιωθε θυμό, είτε χαρά, είτε έξαψη. Καθώς η Μουαραίν ακολουθούσε τη Ληάνε, αναρωτήθηκε τι αισθανόταν αυτή τη στιγμή η Τηρήτρια. Η Ληάνε βρόντηξε την πόρτα πίσω τους, η οποία έκλεισε με ήχο που θύμιζε πόρτα κελιού.
Η Έδρα της Άμερλιν καθόταν σε ένα φαρδύ τραπέζι στο κέντρο του χαλιού και στο τραπέζι υπήρχε ίνας χρυσός πεπλατυσμένος κύβος, μεγάλος σαν κασέλα για ταξίδι, με περίτεχνα ασημένια στολίδια. Το τραπέζι ήταν καλοφτιαγμένο, με γερά πόδια, αλλά έμοιαζε να υποχωρεί κάτω από ένα βάρος, που δύο δυνατοί άνδρες θα δυσκολεύονταν να σηκώσουν.
Στη θέα του χρυσού κύβου, η Μουαραίν δυσκολεύτηκε να κρατήσει το πρόσωπό της απαθές. Την τελευταία φορά που τον είχε δει ήταν κλειδωμένος στο οχυρό του Άγκελμαρ. Ακούγοντας για την άφιξη της Έδρας της Άμερλιν, σκόπευε να της πει γι’ αυτό μόνη της. Ήταν ασήμαντη λεπτομέρεια, το ότι ήταν ήδη στην κατοχή της Άμερλιν, όμως μια ασήμαντη λεπτομέρεια που προκαλούσε ανησυχία, Τα γεγονότα ίσως είχαν αρχίσει να την ξεπερνούν.
Έκλινε βαθιά το γόνυ και είπε με επισημότητα, «Όπως με κάλεσες, Μητέρα, έτσι ήρθα». Η Άμερλιν άπλωσε το χέρι της και η Μουαραίν φίλησε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, που δεν ήταν διαφορετικό από κάθε άλλης Άες Σεντάι. Σηκώθηκε και μίλησε με στο οικείο ύφος, όχι όμως πολύ. Ένιωθε την Τηρήτρια που στεκόταν πίσω της, πλάι στην πόρτα. «Ελπίζω να ήταν ευχάριστο το ταξίδι που, Μητέρα».
Η Άμερλιν είχε γεννηθεί στο Δάκρυ, σε μια οικογένεια απλών ψαράδων, όχι σε Οίκο ευγενών, και το όνομά της ήταν Σιουάν Σάντσε, αν και ελάχιστοι είχαν προφέρει αυτό το όνομα, ή το είχαν σκεφτεί καν, τα τελευταία δέκα χρόνια, από τότε που την είχε αναδείξει η Αίθουσα του Πύργου. Ήταν η Έδρα της Άμηρλιν· τίποτα λιγότερο. Το πλατύ οράριο στους ώμους της είχε ρίγες με τα χρώματα των επτά Άτζα· η Άμερλιν ήταν όλων των Άτζα και κανενός. Είχε μέτριο ανάστημα, η όψη της ήταν απλή μάλλον παρά όμορφη, αλλά το πρόσωπό της είχε μια δύναμη, η οποία υπήρχε εκεί πριν την ανάδειξή της, τη δύναμη της κοπέλας που είχε επιζήσει στους δρόμους του Μάουλε, της περιοχής του λιμανιού στο Δάκρυ, και το καθάριο γαλανό βλέμμα της είχε κάνει βασιλιάδες και βασίλισσες, ακόμα και τον Διοικητή των Τέκνων του Φωτός, να χαμηλώσουν τα μάτια. Τα δικά της μάτια ήταν κουρασμένα, τώρα, και έσφιγγε το στόμα πιο δυνατά.
«Καλέσαμε τους ανέμους για ν’ ανέβουν πιο γρήγορα τα σκάφη μας τον Ερίνιν, Κόρη, ακόμα και τα ρεύματα γυρίσαμε προς βοήθειά μας». Η φωνή της Άμερλιν ήταν βαθιά, και λυπημένη. «Είδα τι πλημμύρες προκαλέσαμε στα χωριά κατά μήκος του ποταμού, και το Φως μόνο ξέρει τι κάναμε στον καιρό. Δεν κερδίσαμε φίλους με τις ζημιές που κάναμε και τις σοδειές που χαλάσαμε. Όλα αυτά για να φτάσουμε εδώ το συντομότερο δυνατόν». Το βλέμμα της πλανήθηκε στον στολισμένο χρυσό κύβο και ύψωσε το χέρι της, σαν να ήθελε να τον αγγίξει, αλλά, όταν μίλησε, αυτό που είπε ήταν, «Η Ελάιντα είναι στην Ταρ Βάλον, Κόρη. Ήρθε μαζί με την Ηλαίην και τον Γκάγουιν».