Η Μουαραίν βρήκε σχεδόν αστεία τη βεβαιότητα στη φωνή της Λίαντριν. Σχεδόν. Είχε βαθιά επίγνωση της πραγματικότητας, βαθιά επίγνωση των ενδεχομένων. «Λίγοι μήνες ήταν αρκετοί για να ξεχάσεις, Αδελφή; Ο τελευταίος ψεύτικος Δράκοντας σχεδόν τσάκισε την Γκεάλνταν, πριν νικηθεί ο στρατός του, είτε ήταν συρφετός κουρελήδων, είτε όχι. Και ναι, ο Λογκαίν τώρα είναι στην Ταρ Βάλον, ειρηνεμένος και ασφαλής, φαντάζομαι, όμως για να τον κατατροπώσουμε χρειάστηκε να πεθάνουν αδελφές μας. Ακόμα και μια αδελφή νεκρή είναι μεγαλύτερη απώλεια απ’ όσο μπορούμε να αντέξουμε, αλλά οι απώλειες της Γκεάλνταν ήταν ακόμα βαρύτερες. Οι δύο πριν τον Λογκαίν δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν, αλλά ακόμα κι έτσι οι λαοί του Κάντορ και του Άραντ Ντόμαν τους θυμούνται καλά. Χωριά καμένα και άνδρες που έπεσαν στη μάχη. Θα ’ναι εύκολο για τον κόσμο μας να αντιμετωπίσει τρεις ταυτοχρόνως; Πόσοι θα συρρεύσουν κάτω από τα λάβαρά τους; Σε κανέναν απ’ όσους ισχυρίστηκαν πως ήταν ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας δεν έλειψαν οι οπαδοί. Πόσο σκληρός θα είναι ο πόλεμος αυτή τη φορά;»
«Δεν είναι τόσο άσχημη η κατάσταση», είπε η Ανάγια. «Απ’ όσο ξέρουμε, μόνο αυτός στη Σαλδαία μπορεί να διαβιβάζει. Δεν είχε χρόνο να προσελκύσει πολλούς οπαδούς, και τώρα πρέπει να έχουν φτάσει οι αδελφές εκεί για να τον αντιμετωπίσουν. Οι Δακρινοί έκαναν το δικό τους ψεύτικο Δράκοντα να οπισθοχωρήσει και να λεηλατήσει το Χάντον Μιρκ, ενώ ο άλλος στο Μουράντυ είναι ήδη αλυσοδεμένος». Άφησε ένα γοργό γελάκι θαυμασμού. «Για σκέψου, απ’ όλους τους λαούς αυτοί που ξεμπέρδεψαν με τον δικό τους τόσο γρήγορα ήταν οι Μουραντιανοί. Κι αν τους ρωτήσεις, δεν αυτοαποκαλούνται Μουραντιανοί, αλλά Λαγκαρντιανοί, ή Ινισλινοί, ή υπήκοοι του τάδε άρχοντα, ή της δείνα αρχόντισσας. Αλλά, φοβούμενοι μήπως κάποιος από τους γείτονες τους βρει πρόφαση για να εισβάλει, οι Μουραντιανοί όρμηξαν στον ψεύτικο Δράκοντά τους μόλις άνοιξε το στόμα για να αναγγείλει την παρουσία του».
«Ακόμα κι έτσι», είπε η Μουαραίν, «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τρεις μαζεμένους. Μπόρεσε καμιά αδελφή να κάνει κάποια Πρόβλεψη;» Η πιθανότητα ήταν μικρή —ελάχιστες Άες Σεντάι είχαν δείξει δείγματα αυτού του ταλέντου, έστω και το παραμικρό, εδώ και αιώνες— κι έτσι δεν ξαφνιάστηκε, όταν η Ανάγια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δεν ξαφνιάστηκε, μα ένιωσε λιγάκι ανακούφιση.
Έφτασαν σε μια συμβολή των διαδρόμων την ίδια στιγμή με την Αρχόντισσα Αμαλίζα. Εκείνη έκλινε βαθιά το γόνυ, σκύβοντας και απλώνοντας διάπλατα το ανοιχτοπράσινο φουστάνι της. «Τιμή στην Ταρ Βάλον», μουρμούρισε. «Τιμή στις Άες Σεντάι».
Για την αδελφή του Άρχοντα του Φαλ Ντάρα δεν αρκούσε ένα νεύμα της κεφαλής. Η Μουαραίν έπιασε τα χέρια της Αμαλίζας και την σήκωσε. «Μας τιμάς, Αμαλίζα. Σήκω, Αδελφή».
Η Αμαλίζα ορθώθηκε με χάρη, ενώ το πρόσωπό της αναψοκοκκίνιζε λιγάκι. Ποτέ δεν είχε πάει στην Ταρ Βάλον και το να αποκληθεί Αδελφή από μια Άες Σεντάι ήταν ιδιαίτερη εμπειρία, ακόμα και για κάποια της τάξης της. Κοντή και μεσήλικη, είχε μια σκοτεινή, ώριμη ομορφιά, την οποία αναδείκνυε το χρώμα στα μάγουλά της. «Είναι πολύ μεγάλη η τιμή, Μουαραίν Σεντάι».
Η Μουαραίν χαμογέλασε. «Πόσον καιρό γνωριζόμαστε, Αμαλίζα; Τώρα πρέπει να σε λέω Αρχόντισσά μου Αμαλίζα, σαν να μην καθίσαμε ποτέ μαζί να πιούμε τσάι;»
«Και βέβαια όχι», απάντησε η Αμαλίζα χαμογελώντας. Η ίδια δύναμη που φανέρωνε το πρόσωπο του αδελφού της φαινόταν και στο δικό της επίσης, χωρίς να τη μειώνουν οι πιο απαλές γραμμές στα μάγουλα και το στόμα της. Υπήρχαν κάποιοι που έλεγαν ότι, παρ’ όλο που ο Άγκελμαρ ήταν σκληρός και ονομαστός μαχητής, ήταν, το πολύ, ισάξιος της αδελφής του. «Αλλά τώρα που είναι εδώ η Έδρα της Άμερλιν... Όταν ο Βασιλιάς Ήζαρ επισκέπτεται το Φαλ Ντάρα, κατ’ ιδίαν τον αποκαλώ
Η Ανάγια πλατάγισε τη γλώσσα. «Μερικές φορές οι τυπικότητες είναι αναγκαίες, μα συχνά οι άνδρες το παρατραβάνε. Σε παρακαλώ, λέγε με Ανάγια κι εγώ θα σε λέω Αμαλίζα, αν μου επιτρέπεις».
Με την άκρη του ματιού της, η Μουαραίν είδε την Εγκουέν, πέρα, στο τέλος του πλαϊνού διαδρόμου, να χάνεται, στρίβοντας βιαστικά σε μια γωνία. Μια καμπουριασμένη μορφή με δερμάτινο γιλέκο, με το κεφάλι χαμηλωμένο και τα χέρια φορτωμένα μπαγκάζια σερνόταν στο κατόπι της. Η Μουαραίν επέτρεψε στον εαυτό της ένα χαμογελάκι, και το έκρυψε αμέσως.
Όταν έστρεψε την προσοχή της στις άλλες, είδε ότι μιλούσε η Λίαντριν.
«...μετά χαράς την ευκαιρία να μάθω κι άλλα για τη χώρα σας». Ένα χαμόγελο είχε φανεί στο πρόσωπό της, ειλικρινές και σχεδόν κοριτσίστικο, και η φωνή της ήταν φιλική.