Читаем Το Μεγάλο Κυνήγι полностью

Ο Ματ ακόμα τον κοίταζε ερωτηματικά και ο Πέριν είχε σηκώσει το κεφάλι όσο για να κοιτάξει κάτω από τα φρύδια του. Ο Λόιαλ περίμενε υπομονετικά. Ο Ραντ δεν μπορούσε να τους πει γιατί έπρεπε να αποφύγει την Έδρα της Άμερλιν. Δεν ήξεραν τι ήταν τώρα ο φίλος τους. Ο Λαν ήξερε, και η Μουαραίν. Και η Εγκουέν, και η Νυνάβε. Ευχόταν να μην ήξερε κανείς τους, και πάνω απ’ όλα ευχόταν να μην το ήξερε η Εγκουέν, όμως τουλάχιστον ο Ματ και ο Πέριν πίστευαν πως ήταν ακόμα ο ίδιος. Σκεφτόταν πως θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να τους το πει, παρά να δει το δισταγμό και την ανησυχία, που έβλεπε μερικές φορές στο βλέμμα της Εγκουέν, και της Νυνάβε, ακόμα κι όταν προσπαθούσαν να την κρύψουν.

«Κάποιος... με παρακολουθεί», είπε τελικά. «Με ακολουθεί. Μόνο... Μόνο που δεν είναι κανείς τριγύρω».

Το κεφάλι του Πέριν τινάχτηκε και ο Ματ έγλειψε τα χείλη του και ψιθύρισε, «Ξέθωρος;»

«Και βέβαια όχι», είπε ρουθουνίζοντας ο Λόιαλ. «Πώς θα μπορούσε κάποιος Ανόφθαλμος να μπει στο Φαλ Ντάρα, είτε στην πόλη είτε στο οχυρό; Σύμφωνα με το νόμο, κανένας δεν επιτρέπεται να κρύβει το πρόσωπό του εντός των τειχών, και οι φωτιστές είναι υπεύθυνοι για να κρατούν τους δρόμους φωτισμένους όλη νύχτα, έτσι ώστε να μην υπάρχει σκιά για να κρυφτεί εκεί Μυρντράαλ. Αποκλείεται να συμβεί».

«Οι τοίχοι δεν σταματούν έναν Ξέθωρο», μουρμούρισε ο Ματ, «αν θελήσει να μπει. Δεν ξέρω αν οι νόμοι και οι λάμπες κάνουν τίποτα». Δεν έμοιαζε με κάποιον που πριν μισό χρόνο πίστευε πως οι Ξέθωροι ήταν μονάχα ιστορίες βάρδων. Είχε δει κι αυτός πολλά.

«Ήταν και ο άνεμος», πρόσθεσε ο Ραντ. Η φωνή του δεν έτρεμε σχεδόν καθόλου, καθώς έλεγε τι είχε συμβεί στην κορυφή του πύργου. Οι γροθιές του Πέριν σφίχτηκαν και οι αρθρώσεις του άφησαν ξερούς κρότους. «Απλώς θέλω να φύγω από δω», κατέληξε ο Ραντ. «Θέλω να πάω νότια. Κάπου μακριά. Απλώς κάπου μακριά».

«Μα, αν οι πύλες είναι αμπαρωμένες», είπε ο Ματ, «πώς θα βγούμε έξω;»

Ο Ραντ τον κοίταξε. «Πώς θα βγούμε;» Έπρεπε να πάει μόνος του. Στο τέλος θα ήταν επικίνδυνο για όποιον ήταν κοντά του. Θα ήταν επικίνδυνο, και ακόμα και η Μουαραίν δεν ήξερε να του πει πόσος χρόνος του έμενε. «Ματ, ξέρεις ότι πρέπει να πας στην Ταρ Βάλον με τη Μουαραίν. Είπε ότι μόνο εκεί μπορούν να σε χωρίσουν από αυτό το παλιομάχαιρο χωρίς να πεθάνεις. Και ξέρεις τι θα συμβεί αν το κρατήσεις».

Ο Ματ άγγιξε το παλιό του πάνω από το εγχειρίδιο, χωρίς να δείχνει ότι συνειδητοποιούσε τι έκανε. «Το δώρο μιας Άες Σεντάι είναι δόλωμα για το ψάρι», παρέθεσε. «Ε, μπορεί να μην θέλω να καταπιώ το αγκίστρι. Μπορεί αυτό που θέλει να κάνει στην Ταρ Βάλον να είναι χειρότερο από το να μην πάω καθόλου. Μπορεί να λέει ψέματα. ‘Η αλήθεια που λέει μια Άες Σεντάι δεν είναι ποτέ η αλήθεια που νομίζεις’».

«Έχεις κι άλλες παλιές παροιμίες να βγάλεις για να ξαλαφρώσεις;» ρώτησε ο Ραντ. «Ο νότιος άνεμος φέρνει καλό επισκέπτη, ο βόρειος άνεμος άδειο σπίτι»; «Ένα γουρούνι βαμμένο χρυσό δεν παύει να ’ναι γουρούνι»; «Τα λόγια του ανόητου είναι σαν σκόνη;»

«Ηρέμησε, Ραντ», είπε απαλά ο Πέριν. «Δεν είναι ανάγκη να γίνεσαι κακός».

«Όχι; Μπορεί να μην θέλω να έρθειε εσείς οι δύο μαζί μου, έτσι που πάντα τριγυρνάτε γύρω μου, που μπλέκετε σε φασαρίες και περιμένετε να σας γλιτώσω εγώ. Μήπως το σκεφτήκατε ποτέ; Που να καώ, μήπως σας πέρασε από το νου ότι βαρέθηκα να σας βρίσκω πανιού όπου γυρίσω τα μάτια; Όλο πέφτω πάνω σας, και βαρέθηκα πια». Ο πόνος που φάνηκε στο πρόσωπο του Πέριν τον τρύπησε σαν μαχαίρι, αλλά συνέχισε δίχως έλεος. «Κάποιοι εδώ νομίζουν ότι είμαι άρχοντας. Άρχοντας. Μπορεί να μου αρέσει αυτό. Αλλά για κοιταχτείτε, που πάτε και παίζετε με τους σταβλίτες. Όταν φύγω, Θα φύγω μόνος μου. Εσείς οι δύο να πάτε στην Ταρ Βάλον, να πάτε να κρεμαστείτε, αλλά εγώ φεύγω μόνος».

Ο Ματ είχε μια μουδιασμένη έκφραση, κι έσφιγγε το εγχειρίδιο πάνω από το παλτό, τόσο που οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει. «Αφού το θέλεις έτσι», είπε ψυχρά. «Νόμιζα ότι εμείς θα... Όπως θέλεις, αλ’Θορ. Μα, αν αποφασίσω να φύγω πάνω που θα φεύγεις κι εσύ, θα φύγω, και μην με πλησιάσεις».

«Κανείς δεν φεύγει όσο οι πύλες είναι αμπαρωμένες», είπε ο Πέριν. Κοίταζε πάλι το πάτωμα. Γέλια ακούστηκαν από τους τζογαδόρους κοντά στον τοίχο, καθώς κάποιος απ’ αυτούς έχανε.

«Είτε φύγετε, είτε μείνετε», είπε ο Λόιαλ, «μαζί ή χώρια, δεν έχει σημασία. Είστε και οι τρεις τα’βίρεν. Ακόμα κι εγώ μπορώ να το δω, παρ’ όλο που δεν έχω το Ταλέντο, απλά και μόνο κοιτάζοντας τι συμβαίνει γύρω σας. Το λέει και η Μουαραίν Σεντάι».

Ο Ματ σήκωσε τα χέρια. «Φτάνει πια, Λόιαλ. Λεν θέλω να ξανακούσω γι’ αυτό».

Ο Λόιαλ κούνησε το κεφάλι. «Είτε το ξανακούσεις, είτε όχι, δεν παύει να είναι αλήθεια. Ο Τροχός του Χρόνου υφαίνει το Σχήμα της Εποχής, χρησιμοποιώντας για νήμα ανθρώπινες ζωές. Κι εσείς οι τρεις είστε τα’βίρεν, κομβικά σημεία στο υφαντό».

«Φτάνει πια, Λόιαλ».

Перейти на страницу:

Похожие книги