– Είναι μαγικό. Πάρ' το και θα δεις μ' αυτό ό, τι βάλει ο νους σου, όσο μακριά κι αν είναι.
– Και πόσα ζητάς;
– Χίλια γρόσια για σένα που φαίνεσαι αρχοντόπουλο. Παζάρι στο παζάρι το πήρε μ' οχτακόσια.
Ο τρίτος γιος τράβηξε κατά τη δύση (третий сын отправился на запад). Πέρασε βουνά και λαγκάδια (проходил горы и долины), ποτάμια και ρεματιές (реки и овраги), κι έφτασε σ' ένα κάστρο αψηλό και σαράνταπυργο (и прибыл в замок высокий и сорокабашенный; ο πύργος – башня). Αφέντης του κάστρου ήταν (хозяин замка был) ο πιο ξακουστός μάγος της δύσης (самый знаменитый волшебник запада). Τον κατάλαβε ο μάγος (его заметил волшебник; καταλαβαίνω – понимать; замечать) και βγήκε ψηλά στο παραθύρι (и вышел = высунулся высоко в окно). Κρατούσε ένα ρόδι και τραγουδούσε (держал гранат и пел):
Ο τρίτος γιος τράβηξε κατά τη δύση. Πέρασε βουνά και λαγκάδια, ποτάμια και ρεματιές, κι έφτασε σ' ένα κάστρο αψηλό και σαράνταπυργο. Αφέντης του κάστρου ήταν ο πιο ξακουστός μάγος της δύσης. Τον κατάλαβε ο μάγος και βγήκε ψηλά στο παραθύρι. Κρατούσε ένα ρόδι και τραγουδούσε:
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο (может воскресить умершего), αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο (если не прошли сутки; το μερόνυχτο: η μέρα – день + η νύχτα – ночь) απ' την ώρα που πέθανε (с момента, когда /тот/ умер).
– Και πόσα ζητάς;
– Δεν το πουλώ (его не продаю), χάρισμα σου (подарок тебе), γιατί 'σαι αρχοντόπουλο (потому что /ты/ сын богача) και το θες για την καλή σου (и его /гранат/ хочешь для любимой тоей; καλός – хороший; любимый), είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε (сказал волшебник, который всё знал и всё предвидел).
– Άκουσα καλά ή με γελούν τ' αυτιά μου; του λέει ο νέος.
– Είναι μαγικό. Μπορεί ν' αναστήσει πεθαμένο, αν δεν έχει κλείσει ένα μερόνυχτο απ' την ώρα που πέθανε.
– Και πόσα ζητάς:
– Δεν το πουλώ, χάρισμα σου, γιατί 'σαι αρχοντόπουλο και το θες για την καλή σου, είπε ο μάγος που όλα τα 'ξερε κι όλα τα προνοούσε.
Κι έτσι ο τρίτος γιος πήρε το ρόδι το μαγεμένο (и вот третий сын взял гранат заколдованный) για να το πάει στην καλή του (чтобы отнести любимой своей), όπως του 'πε ο μάγος (как ему сказал волшебник).
Μια μέρα (в один день = однажды), σ' ένα δρόμο έξω απ' το χωριό (на одной дороге далеко от деревни; έξω από – вне, за пределами; подальше от), τα τρία αδέρφια αντάμωσαν (три брата встретились) για να δείξουν τα δώρα τους ο ένας στον άλλο (чтобы показать подарки их друг другу: "один другому"), πριν πάνε στο πατρικό τους (прежде чем идти в отчий /дом/ свой).
– Για να δούμε τι γίνεται στον κόσμο (давайте посмотрим, что происходит в мире), είπε ο δεύτερος γιος κι έβγαλε το μονόκυαλο (сказал второй брат и достал трубу) και κοίταξε πέρα, προς το παλάτι του βασιλιά (и посмотрел вдаль, на дворец царя).
Κι έτσι ο τρίτος γιος πήρε το ρόδι το μαγεμένο για να το πάει στην καλή του, όπως του 'πε ο μάγος.
Μια μέρα, σ' ένα δρόμο έξω απ' το χωριό, τα τρία αδέρφια αντάμωσαν για να δείξουν τα δώρα τους ο ένας στον άλλο, πριν πάνε στο πατρικό τους.
– Για να δούμε τι γίνεται στον κόσμο, είπε ο δεύτερος γιος κι έβγαλε το μονόκυαλο και κοίταξε πέρα, προς το παλάτι του βασιλιά.
Αμέσως κοκάλωσε (тотчас оцепенел). Τι ήταν αυτό που είδε (что он увидел! "что было то, что увидел")! Τη βασιλοπούλα την πεντάμορφη (царевну прекраснейшую) πεθαμένη στο κρεβάτι της (умершую на кровати её) κι από πάνω το βασιλιά και τη βασίλισσα να μοιρολογάνε (и над /ней/ царя и царицу, причитающих)!
– Μπρος, αδέρφια μου, είπε ο πρώτος (вперёд, братья мои, – сказал первый). Ελάτε να κάτσουμε στο χαλί μου (давайте сядем на ковёр мой), να το σταυρώσουμε στις γωνιές (перекрестим его в углах) και γραμμή για το παλάτι (и прямиком во дворец).
Έτσι κι έγινε (так и случилось).
Αμέσως κοκάλωσε. Τι ήταν αυτό που είδε! Τη βασιλοπούλα την πεντάμορφη πεθαμένη στο κρεβάτι της κι από πάνω το βασιλιά και τη βασίλισσα να μοιρολογάνε!
– Μπρος, αδέρφια μου, είπε ο πρώτος. Ελάτε να κάτσουμε στο χαλί μου, να το σταυρώσουμε στις γωνιές και γραμμή για το παλάτι.
Έτσι κι έγινε.