Το και το (так и так), πιάνει και του τα ιστορεί όλα ο Νικόλας (берёт и ему рассказывает всё Николас) κι αλάφρωσ' η καρδιά του (и успокаивается сердце его; αλαφρώνω – облегчать; успокаивать; αλαφρύς – лёгкий).
– Έννοια σου, αφεντικό (не беспокойся, хозяин; έννοια – забота, хлопоты). Πάρε με μαζί σου (возьми меня с собой) και θα τον κανονίσουμε το Σάββα το σαράφη (и /мы/ ему устроим, Савве-меняле; κανονίζω – упорядочивать; образумливать; θα σε κανονίζω – я тебе задам, я тебе всыплю).
– Δε σε βλέπω καλά, αφεντικό, είπε με ανθρώπινη λαλιά ο παπαγάλος.
– Το και το, πιάνει και του τα ιστορεί όλα ο Νικόλας κι αλάφρωσ' η καρδιά του.
– Έννοια σου, αφεντικό. Πάρε με μαζί σου και θα τον κανονίσουμε το Σάββα το σαράφη.
Έτσι είπε ο παπαγάλος (так сказал попугай) και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί (и ему прошептал что-то на ухо). Τι του είπε; (что ему сказал?) Πού να ξέρω κι εγώ (понятия не имею и я). Ο Νικόλας πάντως ξαστέρωσε (Николас, во всяком случае, обрадовался; ξαστερώνω – проясняться (о погоде); становиться чистым, прозрачным), γέλασε το χείλι του (улыбнулся рот его; το χείλι – губа; уста) κι αμέσως, μπροστά αυτός με το βιολί του (и тотчас, впереди он со скрипкой его), πίσω ο παπαγάλος (сзади попугай), πήραν το δρόμο του γυρισμού (отправились в обратный путь: "взяли дорогу возвращения"). Σαν κοντοζύγωσαν στο χωριό (когда приблизились к деревне; κοντοζυγώνω – близко подходить, вплотную приближаться), του λέει ο παπαγάλος (ему говорит попугай):
– Όπως είπαμε, αφεντικό (как сказали, хозяин = как договорились, хозяин). Κρύψε με τώρα στο σακί (спрячь меня теперь в мешок) και τ' άλλα άσ' τα σ' εμένα (а остальное, оставь это мне; άσε – дай, оставь; άσ' τα – оставь это, пусть это остаётся).
Έτσι είπε ο παπαγάλος και του ψιθύρισε κάτι στ' αυτί. Τι του είπε; Πού να ξέρω κι εγώ. Ο Νικόλας πάντως ξαστέρωσε, γέλασε το χείλι του κι αμέσως, μπροστά αυτός με το βιολί του, πίσω ο παπαγάλος, πήραν το δρόμο του γυρισμού. Σαν κοντοζύγωσαν στο χωριό, του λέει ο παπαγάλος:
– Όπως είπαμε, αφεντικό. Κρύψε με τώρα στο σακί και τ' άλλα άσ'τα σ' εμένα.
Τον κρύβει ο Νικόλας στο σακί (его прячет Николас в мешок), το δένει από πάνω (его завязывает сверху) και τραβάει γραμμή στο σπίτι του Σάββα του σαράφη (и держит путь к дому Саввы-менялы).
Ήρθα να πάρω το βίος μου πίσω, του λέει (/я/ пришёл взять моё богатство назад, – ему говорит).
Να 'σαι καλά, Νικόλα (будь здоров, Николас: "пусть /ты/ будешь хорошо"), μ' έκανες και γέλασα (/ты/ меня насмешил), του απαντάει ο Σάββας (ему отвечает Савва).
Τον κρύβει ο Νικόλας στο σακί, το δένει από πάνω και τραβάει γραμμή στο σπίτι του Σάββα του σαράφη.
Ήρθα να πάρω το βίος μου πίσω, του λέει.
Να 'σαι καλά, Νικόλα, μ' έκανες και γέλασα, του απαντάει ο Σάββας.
Πάμε ξανά ένα στοίχημα (заключим: "пойдём" снова пари), τι έχω μέσα στο σακί; (что имею внутри мешка? = что у меня в мешке?) Αν χάσω (если проиграю), σου δίνω ό (тебе даю то), τι έβγαλα τόσον καιρό στα ξένα (что получил / заработал за столько времени на чужбине). Αν κερδίσω (если выиграю), μου δίνεις το βίος μου πίσω (мне даёшь богатство моё обратно), του λέει ο Νικόλας (ему говорит Николас).
Κι ο Σάββας δέχτηκε το στοίχημα (и Савва принял пари).
Μαζεύτηκε κόσμος την άλλη μέρα (собрался народ на следующий день) στην πλατεία για να δουν (на площади, чтобы посмотреть) ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει (кто выиграет и кто проиграет).
– Πάμε ξανά ένα στοίχημα, τι έχω μέσα στο σακί; Αν χάσω, σου δίνω ό, τι έβγαλα τόσον καιρό στα ξένα. Αν κερδίσω, μου δίνεις το βίος μου πίσω, του λέει ο Νικόλας.
Κι ο Σάββας δέχτηκε το στοίχημα.
Μαζεύτηκε κόσμος την άλλη μέρα στην πλατεία για να δουν ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει.
– Πάει ο καημένος ο Νικόλας (идёт несчастный Николас), του σάλεψε (/он/ сошёл с ума; σαλεύω – двигать; σάλεψε το μυαλό του – он сошёл с ума), έλεγαν μεταξύ τους (говорили между собой: "между ними").
– Τι το 'βαλε το στοίχημα; (на что поставил пари? = на что он спорил?)
Γάτα είναι στο σακί (кошка в мешке). Δεν την ακούει; (/разве/ не слышишь её?) Ως πέρα ακούγεται το νιαούρισμα (издалека слышится мяуканье).
Μη, Νικόλα μου, του φώναζε η Νικόλαινα (нет, Николас мой, – ему закричала жена). Κράτα αυτά που έβγαλες στα ξένα (сохрани то, что приобрёл на чужбине; κρατώ – держать; удерживать) κι άσ' το να πάει στο καλό (и будь что будет: «оставь это идти к хорошему»).
Πάει ο καημένος ο Νικόλας, του σάλεψε, έλεγαν μεταξύ τους.
Τι το 'βαλε το στοίχημα;
Γάτα είναι στο σακί. Δεν την ακούει; Ως πέρα ακούγεται το νιαούρισμα.
– Μη, Νικόλα μου, του φώναζε η Νικόλαινα. Κράτα αυτά που έβγαλες στα ξένα κι άσ' το να πάει στο καλό.
Ο Νικόλας ατάραχος (Николас /оставался/ невозмутимый), δεκάρα δεν έδινε (не обращал внимания; η δεκάρα – монета в 10 лепт; небольшая сумма денег; δεκάρα δε δίνω – мне до этого дела нет, меня это не касается; гроша ломаного не дам).
– Λοιπόν, Σάββα, τι έχει μέσα το σακί; (итак, Савва, что имеет внутри мешка? = что у Николаса в мешке?)
Κι ο Σάββας γελώντας κοροϊδευτικά (и Савва, улыбаясь насмешливо, /говорит/):