Περάσανε έξι και εφτά μήνες μ' αυτή τη ζωή. Η βασιλοπούλα ήταν ευτυχισμένη, μόνο που ένιωθε μοναξιά. Ένα βράδυ που καθόταν στην κάμαρη της και διάβαζε, ακούει από μακριά, πολύ μακριά, μια φωνή να της λέει:
Ε, ε, συ (эй, эй, ты), ευτού που είσαι και διαβάζεις (здесь, где /ты/ есть и читаешь; ευτού – тут, в этом месте), άκουσε τι θα σου πω (послушай, что /я/ тебе скажу) και βάλ' το καλά στο νου σου (и положи это хорошо в ум свой = и хорошенько это осознай): Αυτό το σκυλί δεν είναι σκυλί (этот пёс – не пёс), είναι άνθρωπος (/это/ человек). Αν θες να ξαναγίνει άνθρωπος (если хочешь, чтобы /он/ снова стал человеком), θα κάνεις αυτό που προστάζω (сделаешь то, что приказываю): Θα στρώσεις ένα σεντόνι (постелешь простыню) και θα το γεμίσεις τριαντάφυλλα (и её наполнишь розами). Θα κάψεις μετά ένα φούρνο (разожжёшь потом печку; καίω – жечь) και θα ρίξεις μέσα το σκυλί (и бросишь внутрь собаку).
Ε, ε, συ, ευτού που είσαι και διαβάζεις, άκουσε τι θα σου πω και βάλ' το καλά στο νου σου: Αυτό το σκυλί δεν είναι σκυλί, είναι άνθρωπος, Αν θες να ξαναγίνει άνθρωπος, θα κάνεις αυτό που προστάζω: Θα στρώσεις ένα σεντόνι και θα το γεμίσεις τριαντάφυλλα. Θα κάψεις μετά ένα φούρνο και θα ρίξεις μέσα το σκυλί.
Κι όταν ακούσεις τη φωνή του (и когда услышишь голос его) που θα σου λέει (который тебе будет говорить): «Είμαι άνθρωπος, άνοιξε μου (/я/ человек, открой мне)!», τότε θ' ανοίξεις την πόρτα του φούρνου (тогда откроешь дверь печки) και θα το ρίξεις πάνω στο σεντόνι (и его /пса/ бросишь сверху на простыню) με το τριαντάφυλλα (с розами), γιατί είναι βασιλόπουλο (потому что /он/ царевич) που το έχει καταραστεί η κακή του μοίρα (которого прокляла злая его судьба; η μοίρα – доля, участь; судьба)!
Κάνει αυτό που της είπε η φωνή (делает то, что ей сказал голос), κόβει τα τριαντάφυλλα (срезает розы), στρώνει το σεντόνι (стелет простыню), καίει το φούρνο (разжигает печку) και ρίχνει μέσα το σκύλο (и бросает внутрь собаку).
Κι όταν ακούσεις τη φωνή του που θα σου λέει: «Είμαι άνθρωπος, άνοιξε μου!», τότε θ' ανοίξεις την πόρτα του φούρνου και θα το ρίξεις πάνω στο σεντόνι με το τριαντάφυλλα, γιατί είναι βασιλόπουλο που το έχει καταραστεί η κακή του μοίρα!
Κάνει αυτό που της είπε η φωνή, κόβει τα τριαντάφυλλα, στρώνει το σεντόνι, καίει το φούρνο και ρίχνει μέσα το σκύλο.
Πριν καλά καλά προλάβει (до того, как как следует: "хорошо хорошо" успевает) να κλείσει το φούρνο (закрыть печку), «Άνοιξε! Είμαι άνθρωπος!» της φωνάζει από μέσα ("открой! /я/ человек!" ей кричит изнутри).
Ανοίγει αμέσως την πόρτα (открывает тут же дверь), το βγάζει έξω (его вытаскивает наружу), το τυλίγει μέσα στο σεντόνι με τα τριαντάφυλλα (его заворачивает в простыню с розами), το ξετυλίγει (его развёртывает) και φανερώνεται μπροστά της (и появляется перед ней) ένα πανώριο παλικάρι, ένα βασιλόπουλο (прекрасный мόлодец, царевич).
Πριν καλά καλά προλάβει να κλείσει το φούρνο, «Άνοιξε! Είμαι άνθρωπος!» της φωνάζει από μέσα.
Ανοίγει αμέσως την πόρτα, το βγάζει έξω, το τυλίγει μέσα στο σεντόνι με τα τριαντάφυλλα, το ξετυλίγει και φανερώνεται μπροστά της ένα πανώριο παλικάρι, ένα βασιλόπουλο.
Αχ, γυναίκα μου καλή (ах, жена моя милая), της λέει (ей говорит), εσένα περίμενα τόσα χρόνια (тебя ждал столько лет), για να λυτρωθώ (чтобы освободиться) και να ξαναγίνω άνθρωπος (и снова стать человеком)!
Κι εγώ γύρισα όλο τον κόσμο (и я обошла весь мир) μέχρι να σε βρω (пока тебя /не/ нашла)! του αποκρίνεται εκείνη (ему отвечает она).
Αχ, γυναίκα μου καλή, της λέει, εσένα περίμενα τόσα χρόνια, για να λυτρωθώ και να ξαναγίνω άνθρωπος!
– Κι εγώ γύρισα όλο τον κόσμο μέχρι να σε βρω! του αποκρίνεται εκείνη.
Κι αγκαλιαστήκανε (и обнялись; τα αγκαλιά – объятие), κι εκείνη την ώρα (и в этот момент) από ψηλά ξεπρόβαλε ο αετός (с высоты появился орёл; ξεπροβάλλω – появляться, показываться, возникать) κι άρχισε να κράζει χαρούμενα (и начал кричать радостно).
Μετά από λίγο (после немногого /времени/ = через некоторое время) καλέσανε τους γονιούς της (пригласили родителей её; καλώ – звать; приглашать), τις αδερφάδες της κι όλη τη χώρα (сестёр её и всю страну) και γίνηκε ένας μεγάλος γάμος (и состоялась большая свадьба; γίνομαι – становиться, делаться; осуществляться, происходить), και ζήσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα (и жили они хорошо, и мы /ещё/ лучше).
Κι αγκαλιαστήκανε, κι εκείνη την ώρα από ψηλά ξεπρόβαλε ο αετός κι άρχισε να κράζει χαρούμενα.
Μετά από λίγο καλέσανε τους γονιούς της, τις αδερφάδες της κι όλη τη χώρα και γίνηκε ένας μεγάλος γάμος, και ζήσανε κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα.
Νικόλας ο Βιολιτζής (Никόлас скрипач; το βιολί – скрипка)
Ζούσε μια φορά (жил один раз = однажды), τα χρόνια εκείνα τα παλιά (в времена те давние), ένας βιολιτζής που τον έλεγαν Νικόλα (скрипач, которого звали Николас). Γύριζε στα πανηγύρια (приходил на праздники; γυρίζω – возвращаться; бродить, гулять) κι έπαιζε το βιολί του (и играл на скрипке своей) για να βγάλει μεροκάματο ο φτωχός (чтобы заработал дневной заработок бедняк /Николас/; βγάζω).