Πέρασε καιρός πολύς κι είπε να ξαναπάει μπας και βρει τον καλόγερο ο Νικόλας. Χτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτα, ούτε φωνή. Παίρνει την απόφαση κι ανοίγει την πόρτα. Τι να δει! Πάνω στο κρεβάτι τα κόκαλα του καλόγερου. Ποιος ξέρει πότε πέθανε ο δύστυχος και κανείς δεν πήρε χαμπάρι.
Θεοσεβούμενος ο Νικόλας (благочестивый Николас), πάει βρίσκει ένα σακί (идёт находит мешок), μαζεύει ευλαβικά τα κόκαλα (собирает благочестиво кости), τα φορτώνει (их уносит; φορτώνω – грузить, нагружать, взваливать) και τα θάβει στην αυλή του σπιτιού του (и их хоронит в дворе дома своего). Πάνω στο χρόνο (через какое-то время) φυτρώνει εκεί μια μηλιά (выросла там яблоня), μα τι μηλιά (но какая яблоня)! Μηλιά με χρυσά μήλα (яблоня с золотыми яблоками)! Μήλα μάζευε ο Νικόλας (яблоки собирал Николас), χρυσάφι έβγαζε (золото выделял /из них/)! Κι από βιολιτζής έγινε άρχοντας (и из скрипача стал богачом; ο άρχοντας – правитель; барин; богач)! Μα το μυστικό, μυστικό (но секрет, секрет)! Τάφος (могила)! Ούτε η Νικόλαινα δεν το 'ξερε (даже жена Николаса не это знала = этого не знала).
Θεοσεβούμενος ο Νικόλας, πάει βρίσκει ένα σακί, μαζεύει ευλαβικά τα κόκαλα, τα φορτώνει και τα θάβει στην αυλή του σπιτιού του. Πάνω στο χρόνο φυτρώνει εκεί μια μηλιά, μα τι μηλιά! Μηλιά με χρυσά μήλα! Μήλα μάζευε ο Νικόλας, χρυσάφι έβγαζε! Κι από βιολιτζής έγινε άρχοντας! Μα το μυστικό, μυστικό! Τάφος! Ούτε η Νικόλαινα δεν το 'ξερε.
Πες μου, Νικόλα, τι μηλιά είν' αυτή; (скажи мне, Николас, что это за яблоня?)
Δεν είναι δουλειά σου, γυναίκα ("не работа твоя, жена" = не твоё дело, жена), απαντούσε ο Νικόλας (отвечал Николас).
Πες, πες (мало-помалу), όμως, τον κατάφερε (однако, его уговорила) και της είπε το μυστικό (и ей сказала тайну). Γυναίκα ήταν (/она/ женщина была), καυχησιάρα ήταν (хвастливая была), δεν άντεξε (не удержалась; αντέχω – выдержать, устоять). Το 'πε το μυστικό (сказала тайну). Το 'πε στη γυναίκα του Σάββα του σαράφη (сказала жене Саввы-менялы). Το 'μαθε κι ο Σάββας (это узнал и Савва) και μια και δυο πάει στο Νικόλα (и тотчас идёт к Николасу).
Πες μου, Νικόλα, τι μηλιά είν' αυτή;
Δεν είναι δουλειά σου, γυναίκα, απαντούσε ο Νικόλας.
Πες, πες, όμως, τον κατάφερε και της είπε το μυστικό. Γυναίκα ήταν, καυχησιάρα ήταν, δεν άντεξε. Το 'πε το μυστικό. Το 'πε στη γυναίκα του Σάββα του σαράφη. Το 'μαθε κι ο Σάββας και μια και δυο πάει στο Νικόλα.
Το 'μαθα το μυστικό (узнал тайну)! Ξέρω τι έσπειρες και φύτρωσε η μηλιά (знаю, что /ты/ посеял, и выросла яблоня)!
Δεν ξέρεις (не знаешь) κι ούτε πρόκειται να μάθεις (и даже речи не идёт, чтоб /ты/ узнал; πρόκειται για – речь идёт о…; дело в том, что…), χτυπιόταν ο Νικόλας (бросил Николас; χτυπώ – бить; резко отвечать).
Στοίχημα το βίος μου (спорим на состояние моё; στοίχημα – пари; спор, заклад), του απαντάει ο Σάββας (ему отвечает Савва) και ο Νικόλας δέχεται το στοίχημα (и Николас принимает пари).
Τα κόκαλα του καλόγερου έθαψες (кости монаха похоронил) και, αν θες, σκάβουμε στη ρίζα (и, если хочешь, будем копать у корня) και τα βρίσκουμε, καυχήθηκε ο Σάββας (и их найдём, – похвастался Савва).
Το 'μαθα το μυστικό! Ξέρω τι έσπειρες και φύτρωσε η μηλιά!
Δεν ξέρεις κι ούτε πρόκειται να μάθεις, χτυπιόταν ο Νικόλας.
Στοίχημα το βίος μου, του απαντάει ο Σάββας και ο Νικόλας δέχεται το στοίχημα.
Τα κόκαλα του καλόγερου έθαψες και, αν θες, σκάβουμε στη ρίζα και τα βρίσκουμε, καυχήθηκε ο Σάββας.
Έπεσε να πεθάνει ο Νικόλας (упал умереть Николас = страшно огорчился). Τα 'βαλε με τη Νικόλαινα (стал спорить с женой). Μα ποιο το όφελος; ("но какая польза" = и что с того?) Πάει το βίος, πάνε και τα μήλα (уходит состояние, уходит и богатство). Όλα ανήκαν πλέον στο Σάββα (всё принадлежит уже Савве)… Πήρε των ομματίων του κι έφυγε (ушёл с глаз долой и уехал; παίρνω των ομματίων μου – уходить с глаз долой). Έφυγε πολύ μακριά (уехал очень далеко) να βρει την τύχη του (чтобы найти судьбу свою; η τύχη – судьба, участь; удача; случай). Ποια τύχη όμως; (какую судьбу, однако?) Μια φορά σου χτυπάει την πόρτα (однажды тебе стучит в дверь /судьба/).
Ένα απομεσήμερο (однажды после полудня: "в один после полудня"), κει που έπαιζε το βιολί του λυπητερά (когда играл на скрипке своей печально; εκεί / κει – там, туда; εκεί / κει που – когда, в то время как), ήρθε και κάθισε πάνω στο δοξάρι ένας παπαγάλος (пришёл = прилетел и сел сверху на смычок попугай).
Έπεσε να πεθάνει ο Νικόλας. Τα 'βαλε με τη Νικόλαινα. Μα ποιο το όφελος; Πάει το βίος, πάνε και τα μήλα. Όλα ανήκαν πλέον στο Σάββα… Πήρε των ομματίων του κι έφυγε. Έφυγε πολύ μακριά να βρει την τύχη του. Ποια τύχη όμως; Μια φορά σου χτυπάει την πόρτα.
Ένα απομεσήμερο, κει που έπαιζε το βιολί του λυπητερά, ήρθε και κάθισε πάνω στο δοξάρι ένας παπαγάλος.
Δε σε βλέπω καλά, αφεντικό (с тобой что-то не так, хозяин: "не вижу тебя хорошо / в порядке"), είπε με ανθρώπινη λαλιά ο παπαγάλος (сказал человеческим голосом попугай).