Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος (царь остался онемевший = царь онемел). Τι να κάνει; (Что ему делать?) Να του πάρει το κεφάλι (ему отрубить голову: "забрать голову") που μιλάει έτσι για το βασιλιά (который говорит так о царе) ή να θαυμάσει τη σοφία του; (или удивиться мудрости его?)
– Μιλάς έτσι (говоришь так) γιατί δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς (потому что не знаешь, с кем говоришь), του είπε και του φανερώθηκε ποιος είναι (ему сказал /царь/ и показался, кто /он/ есть; φανερώνομαι – появляться; раскрываться, обнаруживаться).
– Βασιλιά μου, για να 'ρθεις κουρελής (царь мой, раз /ты/ пришёл бродягой), ήθελες ν' ακούσεις αλήθειες (/ты/ хотел услышать правду) κι όχι να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου (а не чтобы тебе ласкали уши твои), αποκρίθηκε ο χωρικός (ответил крестьянин).
Ο βασιλιάς έμεινε άφωνος. Τι να κάνει; Να του πάρει το κεφάλι που μιλάει έτσι για το βασιλιά ή να θαυμάσει τη σοφία του;
– Μιλάς έτσι γιατί δεν ξέρεις σε ποιον μιλάς, του είπε και του φανερώθηκε ποιος είναι.
– Βασιλιά μου, για να 'ρθεις κουρελής, ήθελες ν' ακούσεις αλήθειες κι όχι να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου, αποκρίθηκε ο χωρικός.
– Έτσι είναι (это так). Έχεις δίκιο (ты прав = имеешь правоту; ср. το δίκαιο / το δίκιο – право; правота) κι ας μη μ' αρέσουν αυτά που είπες (пусть даже мне не нравится то, что ты говоришь). Κοίτα όμως (смотри, однако), μην πεις πουθενά όσα κουβεντιάσαμε (не скажи нигде, о чём /мы/ говорили; κουβεντιάζω – обсуждать, беседовать). Πουθενά! Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο μου (только перед лицом моим), αλλιώς σου πήρα το κεφάλι (иначе тебе отрублю голову)!
Αυτά είπε ο βασιλιάς (это сказал царь) και γύρισε στο παλάτι (и вернулся во дворец).
– Έτσι είναι. Έχεις δίκιο κι ας μη μ' αρέσουν αυτά που είπες. Κοίτα όμως, μην πεις πουθενά όσα κουβεντιάσαμε. Πουθενά! Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο μου, αλλιώς σου πήρα το κεφάλι!
Αυτά είπε ο βασιλιάς και γύρισε στο παλάτι.
Φόρεσε ξανά τα βασιλικά του ρούχα (надел снова царские свои одежды) και κάλεσε τους συμβούλους του τους σοφούς (и позвал советников своих мудрых) που του χάϊδευαν τ' αυτιά (которые ему ласкали уши) και τους είπε τα λόγια του χωρικού (и им сказал слова крестьянина):
– Το και το και (то-то и то-то), κι αν δε μου βρείτε (и если мне не найдёте) τι σημαίνουν όλα αυτά (что значит всё это) σε τρεις μέρες (в течение трёх дней), σας διώχνω απ' το παλάτι (вас прогоню из дворца).
Φόρεσε ξανά τα βασιλικά του ρούχα και κάλεσε τους συμβούλους του τους σοφούς που του χάϊδευαν τ' αυτιά και τους είπε τα λόγια του χωρικού:
– Το και το και, κι αν δε μου βρείτε τι σημαίνουν όλα αυτά σε τρεις μέρες, σας διώχνω απ' το παλάτι.
Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν οι σοφοί (думали, снова думали мудрецы), δεν τους έκοβε άλλο το μυαλό (им не интересовало другое ум = ничто другое не занимало их ум; κόβω – резать; αυτό με κόβει – меня это интересует). Ρίχνουν τελικά τα μούτρα τους (отчаялись наконец; το μούτρο – рожа, морда; ρίχνω – бросать; ρίχνω τα μούτρα – окунуться во что-либо с головой /т.е. отдаться делу/; отчаяться) και την τρίτη μέρα πάνε (и на третий день пошли) και βρίσκουν το χωρικό (и нашли крестьянина).
Πες μας (скажи нам), τι ήταν τα λόγια που είπες στο βασιλιά; (какие были слова, которые /ты/ сказал царю?) Θα μας διώξει απ' το παλάτι αν δεν τα εξηγήσουμε (/он/ нас прогонит из дворца, если это не объясним)!
Δε γίνεται (не выйдет). Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο του (только перед лицом его) θα μιλήσω (/я/ буду говорить), όπως με διέταξε (как /он/ мне приказал).
Σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν οι σοφοί, δεν τους έκοβε άλλο το μυαλό. Ρίχνουν τελικά τα μούτρα τους και την τρίτη μέρα πάνε και βρίσκουν το χωρικό.
Πες μας, τι ήταν τα λόγια που είπες στο βασιλιά; Θα μας διώξει απ' το παλάτι αν δεν τα εξηγήσουμε!
Δε γίνεται. Μονάχα μπροστά στο πρόσωπο του θα μιλήσω, όπως με διέταξε.
Του τάζουν όσα φλουριά θέλει (ему обещали /столько/, сколько золотых монет хочет), αρκεί να τους μαρτυρήσει (достаточно, чтобы /он/ им рассказал). Παίρνει ο χωρικός τα φλουριά (берёт крестьянин монеты) και τους τα μαρτυράει (и им это рассказывает). Γυρνάνε οι σοφοί στο παλάτι όλο χαρά (возвращаются мудрецы во дворец довольные; дословно: «всё радость») κι απαντούν στο βασιλιά (и отвечают царю). Ο βασιλιάς το κατάλαβε (царь это понял) κι έγινε έξω φρενών (и вышел из себя: «стал вне разума»; ср. τα φρένα – разум). Διατάζει και του φέρνουν το χωρικό στο παλάτι (приказывает – и ему приводят крестьянина во дворец), να του κόψουν το κεφάλι (чтобы ему отрубили голову).
Του τάζουν όσα φλουριά θέλει, αρκεί να τους μαρτυρήσει. Παίρνει ο χωρικός τα φλουριά και τους τα μαρτυράει. Γυρνάνε οι σοφοί στο παλάτι όλο χαρά κι απαντούν στο βασιλιά. Ο βασιλιάς το κατάλαβε κι έγινε έξω φρενών. Διατάζει και του φέρνουν το χωρικό στο παλάτι, να του κόψουν το κεφάλι.
Βασιλιά μου, είσαι άδικος (царь мой, /ты/ несправедлив). Εσύ ντύθηκες κουρελής (ты оделся бродягой) κι ήρθες ν' ακούσεις την αλήθεια (и пришёл, чтобы услышать правду). Ας καθόσουν στο παλάτι σου (сидел бы /ты/ во дворце твоём) να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου (чтобы тебе ласкали уши твои).