Δεν είναι για τα σοφά λόγια που είπες (это не о мудрых словах, которые /ты/ сказал). Είναι γιατί δεν κράτησες το λόγο σου (это потому что не сдержал /ты/ слово своё) και μαρτύρησες χωρίς να δεις το πρόσωπο μου (и рассказал, не видя: " без того, чтобы ты видел" лицо моё).
Βασιλιά μου, είσαι άδικος. Εσύ ντύθηκες κουρελής κι ήρθες ν' ακούσεις την αλήθεια. Ας καθόσουν στο παλάτι σου να σου χαϊδεύουν τ' αυτιά σου.
Δεν είναι για τα σοφά λόγια που είπες. Είναι γιατί δεν κράτησες το λόγο σου και μαρτύρησες χωρίς να δεις το πρόσωπο μου.
Πώς δεν το είδα, βασιλιά μου; (Как /же я/ его не видел, царь мой?) Μπροστά μου το είχα όταν μιλούσα (передо мной его имел, когда говорил). Για δες και συ (посмотри и ты).
Βγάζει απ' την τσέπη του ένα φλουρί (вытащил из кармана своего монету) και το γυρνάει απ' τη μεριά της κεφαλής (и её перевернул стороной головы = аверсом). Βλέπει ο βασιλιάς το κεφάλι του (видит царь голову свою) στο φλουρί και θαυμάζει (на монете и удивляется).
– Πώς δεν το είδα, βασιλιά μου; Μπροστά μου το είχα όταν μιλούσα. Για δες και συ.
Βγάζει απ' την τσέπη του ένα φλουρί και το γυρνάει απ' τη μεριά της κεφαλής. Βλέπει ο βασιλιάς το κεφάλι του στο φλουρί και θαυμάζει.
– Άιντε, λέει στους συμβουλάτορες (ну-ка, – говорит советникам). Άιντε να κάνετε χωράφι (ну-ка давайте делайте поле = идите-ка обрабатывать поле), μπας και μυαλώσετε (может, и поумнеете; ср. το μυαλό – мозг; разум) και πάψετε να χαϊδεύετε τ' αυτιά μου (и перестанете ласкать уши мои).
Και τους έδιωξε απ' το παλάτι (и их изгнал из дворца). Και πήρε σύμβουλο το χωρικό (и взял в советники крестьянина), που από φτωχός έγινε άρχοντας (который из бедного стал богатым) κι από σοφός σοφότερος (и из мудрого мудрейшим).
– Άιντε, λέει στους συμβουλάτορες. Άιντε να κάνετε χωράφι, μπας και μυαλώσετε και πάψετε να χαϊδεύετε τ' αυτιά μου.
Και τους έδιωξε απ' το παλάτι. Και πήρε σύμβουλο το χωρικό, που από φτωχός έγινε άρχοντας κι από σοφός σοφότερος.
Ο σοφός δικαστής. (Мудрый судья)
Μια φορά και έναν καιρό (один раз и в одно время = однажды), ζούσε ένας πλούσιος αφέντης (жил богатый хозяин). Μια μέρα (в один день = однажды), καθώς γύριζε στο σπιτικό του (когда вернулся в дом свой), κατάλαβε πως του 'λειπε (понял, что у него не хватает) το πουγκί με τους παράδες (кошелька с деньгами). Έψαξε, έψαξε (искал, искал), έφαγε τον τόπο (всё обыскал: "съел место"), πουθενά το πουγκί, άφαντο (нигде /нет/ кошелька, след простыл; άφαντος – исчезнувший; невидимый, незримый; έγινε άφαντο – его и след простыл). Μια και δυο βάζει τον ντελάλη να διαλαλήσει (тотчас отправил глашатая, чтобы /он/ объявил):
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας πλούσιος αφέντης. Μια μέρα, καθώς γύριζε στο σπιτικό του, κατάλαβε πως του 'λειπε το πουγκί με τους παράδες. Έψαξε, έψαξε, έφαγε τον τόπο, πουθενά το πουγκί, άφαντο. Μια και δυο βάζει τον ντελάλη να διαλαλήσει:
– Ακούσατε, ακούσατε (слушайте, слушайте)! Όποιος βρει το πουγκί του αφέντη (кто найдёт кошелёк хозяина), θα πάρει μια λίρα για τον κόπο του (возьмёт = получит одну лиру за труд его)!
Την άλλη μέρα (на следующий день), παρουσιάστηκε πρωί πρωί (предстал рано-рано; το πρωί – утро) στον αφέντη ένας φουκαράς (перед хозяином один нищий).
– Αφέντη μου, αυτό είναι το πουγκί σου; (хозяин мой, это твой кошелёк?)
– Αυτό είναι, άνθρωπε μου (это, мил человек: "человек мой"). Κάτσε (садись), καλύτερα να τ' ανοίξω για να σιγουρευτώ (лучше /я/ его открою, чтобы удостовериться; είμαι σίγουρος – я уверен).
Ακούσατε, ακούσατε! Όποιος βρει το πουγκί του αφέντη, θα πάρει μια λίρα για τον κόπο του!
Την άλλη μέρα, παρουσιάστηκε πρωί πρωί στον αφέντη ένας φουκαράς.
– Αφέντη μου, αυτό είναι το πουγκί σου;
– Αυτό είναι, άνθρωπε μου. Κάτσε, καλύτερα να τ' ανοίξω για να σιγουρευτώ.
Το ανοίγει ο άρχοντας (его открывает богач; ο άρχοντας – правитель, богатый / знатный человек), μετράει τις λίρες (считает лиры) και βρίσκει μία λιγότερη (и находит одну меньшую = и обнаруживает, что в кошельке одной лирой меньше).
– Καλά έκανες (/ты/ хорошо сделал) και κράτησες τη μία λίρα για τον κόπο σου (и удержал одну лиру за труд твой), την αξίζεις (/ты/ её достоин)!
Μα, αφέντη μου (но, хозяин мой), εγώ δεν το άνοιξα το πουγκί (я не открывал кошелька). Δε μέτρησα τις λίρες σου (/я/ не считал лиры твои), ούτε πήρα τίποτα για μένα (и не взял ничего для себя: "для меня").
Μπας και πας να με κλέψεις; (может, и собираешься меня обокрасть?) Θες να σου δώσω κι άλλη λίρα; (Хочешь, чтобы /я/ тебе дал и другую лиру?) Ό, τι ήταν να πάρεις (то, что было, чтобы /ты/ взял = то, что ты должен был взять), το πήρες (это /ты/ взял).
Εγώ σου 'φερα το πουγκί (я тебе принёс кошелёк) κι εσύ με βγάζεις κλέφτη; (а ты меня называешь вором?) Φτωχός είμαι, άρχοντα μου (/я/ бедняк, богач мой), δεν είμαι κλέφτης (не вор).
Το ανοίγει ο άρχοντας, μετράει τις λίρες και βρίσκει μία λιγότερη.
– Καλά έκανες και κράτησες τη μία λίρα για τον κόπο σου, την αξίζεις!
Μα, αφέντη μου, εγώ δεν το άνοιξα το πουγκί. Δε μέτρησα τις λίρες σου, ούτε πήρα τίποτα για μένα.