Ησύχασε, Ξάνθω (тихо, Ксанто; ησυχάζω – успокаиваться, утихать; отдыхать). Η φοράδα είναι γκαστρωμένη (кобыла – беременная). Κάτσε να γεννήσει (сядь /подожди/, чтобы /она/ родила) κι ύστερα πάμε στο χωριό σου (и потом пойдём в деревню твою).
Πέρασε ο χειμώνας κι η Ξάνθω ήθελε να πάει να δει τη μάνα της στο διπλανό χωριό.
Άιντε, Θοδωρή, να πάρουμε τη φοράδα να πάμε στη μάνα μου.
Ησύχασε, Ξάνθω. Η φοράδα είναι γκαστρωμένη. Κάτσε να γεννήσει κι ύστερα πάμε στο χωριό σου.
– Δεν έχει ανάγκη η φοράδα, αντέχει (не имеет нужды кобыла, выдерживает). Εγώ δεν αντέχω να περιμένω τόσες μέρες (я не выдерживаю ждать столько дней).
Πες, πες (мало-помалу), τον έπεισε να την πάει στο χωριό της (его убедила её отвезти в деревню её; πείθω). Πιάνει ο Θοδωρής, σελώνει τη φοράδα (берёт Тодорис, седлает кобылу) κι ανεβαίνει επάνω η Ξάνθω (садится сверху Ксанто; ανεβαίνω – всходить; подниматься).
Την ώρα που ξεκινούσαν (в /тот/ момент, когда отправились /в путь/), ακούει ο Θοδωρής τη φοράδα να χλιμιντράει (слышит Тодорис, /как/ кобыла ржёт):
– Δεν έχει ανάγκη η φοράδα, αντέχει. Εγώ δεν αντέχω να περιμένω τόσες μέρες.
Πες, πες, τον έπεισε να την πάει στο χωριό της. Πιάνει ο Θοδωρής, σελώνει τη φοράδα κι ανεβαίνει επάνω η Ξάνθω.
Την ώρα που ξεκινούσαν, ακούει ο Θοδωρής τη φοράδα να χλιμιντράει:
– Δε με λυπάσαι, ετοιμόγεννη; (меня не жалеешь, готовую родить? έτοιμος – готовый; γεννώ – родить, рождать) Χάθηκ' ο κόσμος (/разве/ мир рухнет) να μ' αφήσεις να γεννήσω πρώτα; (если мне позволишь родить сначала?) Θες να κουραστώ (хочешь, чтобы /я/ устала) και να μου πεθάνει το πουλάρι μου; (и чтобы у меня умер жеребёнок мой?)
Την πόνεσε ο Θοδωρής (ей посочувствовал Тодорис) και κατέβασε κάτω την Ξάνθω (и спустил вниз Ксанто).
– Δε με λυπάσαι, ετοιμόγεννη; Χάθηκ' ο κόσμος να μ' αφήσεις να γεννήσω πρώτα; Θες να κουραστώ και να μου πεθάνει το πουλάρι μου;
Την πόνεσε ο Θοδωρής και κατέβασε κάτω την Ξάνθω.
Σου σάλεψε, Θοδωρή; (ты сошёл с ума, Тодорис? σαλεύω – двигаться; колебаться, шататься; σάλεψε το μυαλό του – "двинулся ум его", он сошёл с ума) Τι πράγματα είν' αυτά; (что это такое?) Ή εγώ ή η φοράδα, φώναξε η Ξάνθω (или я или кобыла, – закричала Ксанто).
Βρε γυναίκα, ξέρω τι κάνω (эй, женщина, знаю, что делаю). Άκου που σου λέω (слушай, что тебе говорю).
Τίποτα η Ξάνθω (ничего /не поняла/ Ксанто). Ντε και καλά (во что бы то ни стало) να μάθει γιατί τη γύρισε πίσω (/хотелось ей/ узнать, почему её вернул назад).
Σου σάλεψε, Θοδωρή; Τι πράγματα είν' αυτά; Ή εγώ ή η φοράδα, φώναξε η Ξάνθω.
Βρε γυναίκα, ξέρω τι κάνω. Άκου που σου λέω.
Τίποτα η Ξάνθω. Ντε και καλά να μάθει γιατί τη γύρισε πίσω.
Άκου, γυναίκα (слушай, женщина). Αν σου πω το λόγο (если тебе скажу слово), θα πεθάνω αύριο, να ξέρεις (умру завтра, чтобы ты знала = знай!).
Να μου πεις κι ας πεθάνεις (давай /ты/ мне скажешь и пусть умрёшь), αν είναι να μου κρατάς μυστικά (если /идёт речь о том/ чтобы от меня /ты/ держал тайну = если ты от меня что-то скрываешь).
Πάμε τουλάχιστον (пойдём по крайней мере) να ετοιμάσουμε την κηδεία (подготовим похороны), να τα κάνω καταπώς θέλω (чтобы /я/ это сделал как хочу), είπε ο καημένος ο Θοδωρής (сказал опечаленный Тодорис).
Άκου, γυναίκα. Αν σου πω το λόγο, θα πεθάνω αύριο, να ξέρεις.
Να μου πεις κι ας πεθάνεις, αν είναι να μου κρατάς μυστικά.
Πάμε τουλάχιστον να ετοιμάσουμε την κηδεία, να τα κάνω καταπώς θέλω, είπε ο καημένος ο Θοδωρής.
Κι έτσι γύρισαν στο σπίτι τους (и так вернулись в дом их), έβρασαν στάρι (заквасили тесто; βράζω – вариться; бродить, закисать; το σ(ι)τάρι – пшеница; хлеб, зерновые), αγόρασαν κερί (купили воск), ζύμωσαν ψωμί (замесили хлеб) κι ετοίμασαν τα ρούχα της κηδείας (и приготовили одежды похорон = похоронные одежды). Μόλις πήγε να βασιλέψει (едва начало садиться /солнце/), άκουσε ο Θοδωρής τον κόκορα να λαλεί (услышал Тодорис, /как/ петух говорит):
– Είσαι κουτός, αφεντικό (/ты/ глупый, хозяин). Δεν είναι κρίμα (/разве/ не жаль) να πεθάνεις εσύ για την περιέργεια της Ξάνθως; (что умрёшь ты из-за любопытства Ксанто?) Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι (брось закваску в курятник), δώσε το ψωμί στα γουρούνια (дай хлеб свиньям) και σύρε το κερί στην εκκλησιά (и отнеси воск в церковь). Ύστερα βάλε τα ρούχα της κηδείας (потом надень одежду похорон) πάρε και μια μαγκούρα (возьми и палку) κι αρχίνα την Ξάνθω στο ξύλο (и начни избивать Ксанто; το ξύλο – дерево; палка; δίνω ξύλο – поколотить; τρώγω ξύλο – быть избитым), αν είσαι άντρας (если /ты/ мужчина). Ακούς εκεί (ты только послушай: "слушай туда") να πεθάνεις (чтобы умереть = ничего себе, умирать /из-за такого/!)!
Κι έτσι γύρισαν στο σπίτι τους, έβρασαν στάρι, αγόρασαν κερί, ζύμωσαν ψωμί κι ετοίμασαν τα ρούχα της κηδείας. Μόλις πήγε να βασιλέψει, άκουσε ο Θοδωρής τον κόκορα να λαλεί:
– Είσαι κουτός, αφεντικό. Δεν είναι κρίμα να πεθάνεις εσύ για την περιέργεια της Ξάνθως; Ρίξε το στάρι στο κοτέτσι, δώσε το ψωμί στα γουρούνια και σύρε το κερί στην εκκλησιά. Ύστερα βάλε τα ρούχα της κηδείας, πάρε και μια μαγκούρα κι αρχίνα την Ξάνθω στο ξύλο, αν είσαι άντρας. Ακούς εκεί να πεθάνεις!