Το πρωί που εξύπνησε ο Χριστός (утром, когда проснулся Христос), τον βρήκε με το κεφάλι σκυμμένο (его нашёл с головой склонённой = опечаленным). Αμέσως τον κατάλαβε (тотчас его понял)! Ο Πέτρος, με δάκρυα στα μάτια (Пётр, со слезами на глазах), του είπε τι έκανε (Ему сказал, что сделал). Ο Χριστός δε θύμωσε (Христос не гневался), δεν τον μάλωσε (его не бранил). Πήγε ήσυχα ήσυχα στον κάτω οντά (пошёл спокойно-спокойно вниз), πήρε τα κομμένα κεφάλια (взял отрубленные головы) και τα 'βαλε στα δυο κορμιά (и их приставил к двум телам) και τ' ανάστησε μεμιάς (и их воскресил тотчас). Όλοι αναστέναξαν βαθιά (все вздохнули глубоко) και θαύμασαν (и удивились). Μόνο οι δυο αναστημένοι δε χάρηκαν (только двое воскресших не обрадовались) κι άρχισαν πάλι να μαλώνουν (и начали снова ссориться).
Το πρωί που εξύπνησε ο Χριστός, τον βρήκε με το κεφάλι σκυμμένο. Αμέσως τον κατάλαβε! Ο Πέτρος, με δάκρυα στα μάτια, του είπε τι έκανε. Ο Χριστός δε θύμωσε, δεν τον μάλωσε. Πήγε ήσυχα ήσυχα στον κάτω οντά, πήρε τα κομμένα κεφάλια και τα 'βαλε στα δυο κορμιά και τ' ανάστησε μεμιάς. Όλοι αναστέναξαν βαθιά και θαύμασαν. Μόνο οι δυο αναστημένοι δε χάρηκαν κι άρχισαν πάλι να μαλώνουν.
Τι είχε γίνει; (что произошло?) Ο Χριστός λάθεψε (Христос ошибся; λαθεύω) και το κεφάλι του Εβραίου (и голову еврея) το 'βαλε στο κορμί του Σαμαριναίου (её приставил к телу самаритянина) και το αντίστροφο (и наоборот).
Από τότε και μέχρι σήμερα (с тех пор и по сей день) κανέναν Εβραίο και κανέναν Σαμαριναίο δεν τον λένε Πέτρο (ни один еврей и ни один самаритянин не упоминают Петра), γιατί θυμούνται το λάθος (потому что помнят ошибку) που έκανε ο Χριστός με τα κεφάλια (которую сделал Христос с головами) κι είναι θυμωμένοι ακόμα με τον Πέτρο (и разгневанные всё ещё на Петра).
Τι είχε γίνει; Ο Χριστός λάθεψε και το κεφάλι του Εβραίου το 'βαλε στο κορμί του Σαμαριναίου και το αντίστροφο.
Από τότε και μέχρι σήμερα κανέναν Εβραίο και κανέναν Σαμαριναίο δεν τον λένε Πέτρο, γιατί θυμούνται το λάθος που έκανε ο Χριστός με τα κεφάλια κι είναι θυμωμένοι ακόμα με τον Πέτρο.
Ο Θεός κι ο Χάρος. (Бог и Харон)
Ζούσε μια φορά (жил однажды), σ' ένα χωριό ξεχασμένο απ' το Θεό (в деревне, забытой Богом), ο Αντώνης ο φαμελιάρης (Адонис многодетный), με τα έξι παιδιά του (с шестью детьми своими). Η γυναίκα του είχε πεθάνει (жена его умерла) κι ο Αντώνης αγωνιζόταν μέρα νύχτα να τ' αναστήσει (и Адонис старался днём /и/ ночью, чтобы их вырастить; αγωνίζομαι – бороться; стараться, усердно трудиться; ανασταίνω – воскрешать; вскармливать, растить, ставить на ноги). Απ' την πολλή δουλειά αρρώστησε βαριά (от многой работы заболел тяжело) και πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο (и шёл от плохого к худшему = и состояние его всё ухудшалось). Τον είδε ο Θεός από ψηλά (его увидел Бог с высоты) που ήταν στα τελευταία του (когда /Адонис/ был у конца своего) και φώναξε το Χάρο (и позвал Харона).
Ζούσε μια φορά, σ' ένα χωριό ξεχασμένο απ' το Θεό, ο Αντώνης ο φαμελιάρης, με τα έξι παιδιά του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει κι ο Αντώνης αγωνιζόταν μέρα νύχτα να τ' αναστήσει. Απ' την πολλή δουλειά αρρώστησε βαριά και πήγαινε απ' το κακό στο χειρότερο. Τον είδε ο Θεός από ψηλά που ήταν στα τελευταία του και φώναξε το Χάρο.
– Απόψε θα πας (вечером пойдёшь) πέρα στο χωριό το ξεχασμένο (далеко в деревню забытую) και θα φέρεις την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη (и принесёшь душу Адониса многодетного). Οι μέρες του τελείωσαν (дни его закончились). Ας τελειώσουν και τα βάσανα του (пусть закончатся и мучения его).
Αυτά παρήγγειλε ο Θεός (это приказал Бог) κι ο Χάρος έβαλε τα μαύρα του (и Харон надел чёрные свои /одежды/) και τράβηξε για το κρεβάτι του Αντώνη (и направился к кровати Адониса). Σα βρέθηκε πάνω απ' το κρεβάτι, κοντοστάθηκε (когда очутился над кроватью, заколебался). Αυτά που είδε κι αυτά που άκουσε (то, что увидел, и то, что услышал) δεν περιγράφονται (не описывается = неописуемо):
– Απόψε θα πας πέρα στο χωριό το ξεχασμένο και θα φέρεις την ψυχή του Αντώνη του φαμελιάρη. Οι μέρες του τελείωσαν. Ας τελειώσουν και τα βάσανα του.
Αυτά παρήγγειλε ο Θεός κι ο Χάρος έβαλε τα μαύρα του και τράβηξε για το κρεβάτι του Αντώνη. Σα βρέθηκε πάνω απ' το κρεβάτι, κοντοστάθηκε. Αυτά που είδε κι αυτά που άκουσε δεν περιγράφονται:
– Μην τον πάρεις, Χάρε (не бери его, Харон), έκλαιγαν και παρακαλούσαν τα έξι παιδιά (плакали и просили шестеро детей). Πού θα μας αφήσεις εμάς (где нас оставишь = на кого ты нас оставишь), ορφανά κι απροστάτευτα; (сирот и беззащитных? προστατεύω – защищать) Ποιος θα μας αναστήσει (кто нас вырастит) και ποιος θα μας σταθεί; (и кто нас поддержит?)
Μαλάκωσε ο Χάρος (смягчился Харон). Έκανε πίσω (сделал назад = отступил). Σαν να δάκρυσε κιόλας (как будто заплакал уже).
– Μην τον πάρεις, Χάρε, έκλαιγαν και παρακαλούσαν τα έξι παιδιά. Πού θα μας αφήσεις εμάς, ορφανά κι απροστάτευτα; Ποιος θα μας αναστήσει και ποιος θα μας σταθεί;
Μαλάκωσε ο Χάρος. Έκανε πίσω. Σαν να δάκρυσε κιόλας.