Йоргоса: "взяла бы Йоргоса"), έναν ψωμά, να χόρταινα ψωμάκι (пекаря, наедалась бы булочками; χορταίνω – насыщаться, утолять голод; наедаться; есть досыта)!
Μωρ', λέει η άλλη, μωρ' (эй, – говорит другая, – эй), εγώ να 'παιρνα ένα χασάπη (я бы вышла замуж за мясника), να χόρταινα κρέας (наедалась бы мясом)!
Μωρ', 'γώ, λέει η μικρότερη (эй, я, – говорит младшая), να 'παιρνα το βασιλιά (вышла бы замуж за царя), να του 'κανα τρία χρυσά παιδιά (сделала бы ему = родила бы ему трёх золотых детей)!…
– Μωρ', λέει η μία, να 'παιρνα ένα Γιώργο, έναν ψωμά, να χόρταινα ψωμάκι!
– Μωρ', λέει η άλλη, μωρ', εγώ να 'παιρνα ένα χασάπη, να χόρταινα κρέας!
– Μωρ', 'γώ, λέει η μικρότερη, να 'παιρνα το βασιλιά, να του 'κανα τρία χρυσά παιδιά!…
Σύμπτωση, σ' αυτό το μέρος εκεί (случайно, в этом месте там) ήταν ένα βασιλόπουλο (был царевич) και περιφερότανε το βράδυ αργά στα σπίτια (и бродил вечером поздно у домов) ν' ακούσει τι λέει ο καθένας (чтобы послушать, что говорит каждый). Έτυχε (случился = получилось так, что) λοιπόν κείνη την ώρα (итак, в то время) να βρεθεί απόξω ο βασιλιάς (оказался снаружи царь). Άκουσε τι λέγαν οι κοπέλες κι έφυγε (услышал, что говорили девушки, и ушёл).
Σύμπτωση, σ' αυτό το μέρος εκεί ήταν ένα βασιλόπουλο και περιφερότανε το βράδυ αργά στα σπίτια ν' ακούσει τι λέει ο καθένας. Έτυχε λοιπόν κείνη την ώρα να βρεθεί απόξω ο βασιλιάς. Άκουσε τι λέγαν οι κοπέλες κι έφυγε.
Τ' άλλο βράδυ πάει πίσω (на следующий вечер идёт обратно). Περνώντας, αυτές πίσω (ведущие = вели эти снова), οι κουρούνες από την πείνα τους (несчастные / злополучные от голода их; η κουρούνα – ворона), την ίδια κουβέντα (ту же беседу): «Αν έπαιρνα το χασάπη» («если бы /я/ вышла замуж /"взяла"/ за мясника»), «αν έπαιρνα τον ψωμά», κι «αν έπαιρνα το βασιλιά»… («если бы /я/ вышла замуж за пекаря» и «если бы /я/ вышла замуж за царя»)
Δε βάσταξε ο βασιλιάς (не выдержал царь) τρεις βραδιές συνέχεια να λεν την ίδια κουβέντα (три вечера подряд чтобы /они/ вели: "говорили" ту же беседу), χτυπάει την πόρτα (стучит в дверь). Μόλις τον είδαν (едва его увидели), μαζεύτηκαν εκείνες από την τρομάρα τους (сжались они от страха их; μαζεύω – собираться; ёжиться, сжиматься). Δεν ήθελαν ν' ανοίξουν (не хотели открывать).
Τ' άλλο βράδυ πάει πίσω. Περνώντας, αυτές πίσω, οι κουρούνες, από την πείνα τους, την ίδια κουβέντα: «Αν έπαιρνα το χασάπη», «αν έπαιρνα τον ψωμά», κι «αν έπαιρνα το βασιλιά»…
Δε βάσταξε ο βασιλιάς τρεις βραδιές συνέχεια να λεν την ίδια κουβέντα, χτυπάει την πόρτα. Μόλις τον είδαν, μαζεύτηκαν εκείνες από την τρομάρα τους. Δεν ήθελαν ν' ανοίξουν.
– Ανοιχτέ, σας παρακαλώ (откройте, вас прошу), ανοιχτέ, τους λέει (откройте, им говорит /царь/), δεν είναι τίποτε (всё в порядке: "/это/ ничего").
Άνοιξαν (открыли). Κείνη που είπε για τα χρυσά παιδιά (та, которая сказала о трёх золотых детях), μόλις είδε το βασιλιά (как только увидела царя), ντροπιάστηκε και πήγε και κρύφτηκε (засмущалась и ушла и спряталась).
– Ανοιχτέ, σας παρακαλώ, ανοιχτέ, τους λέει, δεν είναι τίποτε.
Άνοιξαν. Κείνη που είπε για τα χρυσά παιδιά, μόλις είδε το βασιλιά, ντροπιάστηκε και πήγε και κρύφτηκε.
– Ελάτε δω (идите сюда), τους λέει (им говорит /царь/), μη φοβόσαστε (не бойтесь)! Άνθρωπος είμαι κι εγώ (человек и я). Ποια είπε ότι (которая сказала, что), αν πάρει τον ψωμά το Γιώργο (если выйдет замуж за пекаря Йоргоса), θα χορτάσει ψωμί; (будет наедаться хлебом?)
Εγώ, του λέει η μεγάλη (я, – ему говорит старшая).
Ποια είπε για το χασάπη; (которая сказала о мяснике?)
Εγώ, λέει και η άλλη (я, – говорит и другая).
Ποια είπε ότι θα πάρει το βασιλιά (которая сказала, что выйдет замуж за царя), να του κάνει τα τρία χρυσά παιδιά; (чтобы родить: "сделать" ему три золотых ребёнка?)
Ελάτε δω, τους λέει, μη φοβόσαστε! Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Ποια είπε ότι, αν πάρει τον ψωμά το Γιώργο, θα χορτάσει ψωμί;
Εγώ, του λέει η μεγάλη.
Ποια είπε για το χασάπη;
Εγώ, λέει και η άλλη.
Ποια είπε ότι θα πάρει το βασιλιά, να του κάνει τα τρία χρυσά παιδιά;
Λένε (говорят):
– Μη μας παρεξηγείς (не пойми нас неправильно; παρεξηγώ – неправильно понимать, обижаться; παρεξήγηση – недоразумение, обида), είμαστε φτωχές, πεινάμε (/мы/ бедные, голодаем), κι από τη στενοχώρια μας τα λέμε όλα αυτά (и от тяжёлого нашего положения говорим всё это; η στενοχώρια – расстройство, огорчение; тяжёлое положение; грусть, тоска). Συχώρα μας (прости нас)! κι ευτού κλάματα… (и тут слёзы)
Λένε:
– Μη μας παρεξηγείς, είμαστε φτωχές, πεινάμε, κι από τη στενοχώρια μας τα λέμε όλα αυτά. Συχώρα μας! κι ευτού κλάματα…
Πετάγεται η μικρότερη από κει που ήτανε (выскакивает младшая оттуда, где была):
– – Εγώ τα είπα, του λέει, τι τρέχει; (я это сказала, – ему говорит, – в чём дело? τι τρέχει – что здесь происходит? в чём дело?)
Είπες τέτοια κουβέντα; (/ты/ сказала эти слова?)
Ναι (да)!
– Θα τα κάνεις τα τρία χρυσά παιδιά; (родишь: "сделаешь" трёх золотых детей?)
– Θα τα κάνω (их сделаю = рожу)!
– Τοιμάσου, της λέει (готовься, – ей говорит), θα σε πάρω (/я/ тебя возьму /в жёны/).
Πετάγεται η μικρότερη από κει που ήτανε:
Εγώ τα είπα, του λέει, τι τρέχει;
Είπες τέτοια κουβέντα;