Ναι!
Θα τα κάνεις τα τρία χρυσά παιδιά;
Θα τα κάνω!
Τοιμάσου, της λέει, θα σε πάρω.
Ξημερώνει ο Θεός την ημέρα (снова начинает Бог день; ξημερώνω – рассветать), πάει, πιάνει το Γιώργο τον ψωμά (идёт, берёт Йоргоса пекаря), του δίνει λεφτά με το τσουβάλι (ему даёт деньги мешками; το τσουβάλι – мешок; με το τσουβάλι – мешками), την παίρνει τη μεγάλη (/Йоргос/ берёт /в жёны/ старшую). Πιάνει το χασάπη (берёт мясника), του δίνει κι εκείνου (даёт /денег/ и ему), τη δίνει και την άλλη (даёт /ему в жёны/ и другую). Κινάει και της λέει της μάνας του (отправляется и говорит матери своей):
– Εγώ θα σου φέρω (я тебе приведу) μια γυναίκα φτωχιά εδώ στο παλάτι (жену бедную сюда во дворец). Θα μου κάνει τρία χρυσά παιδιά (/она/ мне родит трёх золотых детей)!
Ξημερώνει ο Θεός την ημέρα, πάει, πιάνει το Γιώργο τον ψωμά, του δίνει λεφτά με το τσουβάλι, την παίρνει τη μεγάλη. Πιάνει το χασάπη, του δίνει κι εκείνου, τη δίνει και την άλλη. Κινάει και της λέει της μάνας του:
Εγώ θα σου φέρω μια γυναίκα φτωχιά εδώ στο παλάτι. Θα μου κάνει τρία χρυσά παιδιά!
Τι είπες, παιδάκι μου; (что /ты/ говоришь, деточка моя?) Ποια σε κορόιδεψε; (которая тебя разыграла?; κοροϊδεύω – насмехаться; подшучивать; обманывать)
Αυτό που σου λέω εγώ (слушайся меня: "то, что тебе говорю я")! της λέει (ей говорит).
Πολέμησε η γριά ν' αποφύγει (боролась старуха, чтобы избежать /этого/). Τίποτα (ничего). Την πήρε την κοπέλα (её взял /в жёны/ девушку). Κίνησε έγκυος (стала беременная; κινώ – двигать, приводить в движение; затевать).
Τι είπες, παιδάκι μου; Ποια σε κορόιδεψε;
Αυτό που σου λέω εγώ! της λέει.
Πολέμησε η γριά ν' αποφύγει. Τίποτα. Την πήρε την κοπέλα. Κίνησε έγκυος.
Του 'ρθε χαρτί να πάει στον πόλεμο (ему пришла бумага, чтобы ехал на войну). Πήγε στον πόλεμο (поехал на войну). Προτού να φύγει (прежде чем уехать), της λέει της μάνας του (говорит /царь/ матери своей):
Η γυναίκα μου θα κάνει τρία χρυσά παιδιά (жена моя родит трёх золотых детей). Τα μάτια σου τέσσερα (смотри в оба: "глаз твоих четыре"), τα παιδιά (дети = за детьми)!
Ναι, παιδάκι μου (да, деточка моя). Τι να ειπεί η γριά; (что бы сказала старуха? = что ещё было сказать старухе?)
Του 'ρθε χαρτί να πάει στον πόλεμο. Πήγε στον πόλεμο. Προτού να φύγει, της
λέει της μάνας του:
Η γυναίκα μου θα κάνει τρία χρυσά παιδιά. Τα μάτια σου τέσσερα, τα παιδιά!
Ναι, παιδάκι μου. Τι να ειπεί η γριά;
Μόλις ήρθε ο καιρός (как только пришло время) και γέννησε η γυναίκα του (и родила жена его), τα φτιάνει με τη μαμή (/старуха/ их оставляет на повивальную бабку; φτιάνω – приводить в порядок; делать; заниматься) και πιάνει και του γράφει (и берёт и пишет ему; πιάνω – брать; браться, приниматься). «Η γυναίκα σου», λέει («жена твоя», говорит), «έκανε ένα γατάκι, ένα κουταβάκι κι έναν πετεινό» («родила котёнка, щеночка и петуха»), ενώ αυτή είχε γεννήσει τρία χρυσά παιδιά (тогда как она родила трёх золотых детей). Τα συμφωνάει με τη μαμή (об этом договаривается с повивальной бабкой), τα παίρνει η γριά (их /младенцев/ берёт старуха) και τα πάει (и их несёт) και τα ρίνει σε μια σπηλιά μέσα τα παιδάκια (и бросает в одной пещере внутри деток).
Μόλις ήρθε ο καιρός και γέννησε η γυναίκα του, τα φτιάνει με τη μαμή και πιάνει και του γράφει. «Η γυναίκα σου», λέει, «έκαμε ένα γατάκι, ένα κουταβάκι κι έναν πετεινό», ενώ αυτή είχε γεννήσει τρία χρυσά παιδιά. Τα συμφωνάει με τη μαμή, τα παίρνει η γριά και τα πάει και τα ρίνει σε μια σπηλιά μέσα τα παιδάκια.
Αλλά ήτανε θέλημα Θεού (но была воля Божья) και τα παιδάκια δεν πεθάνανε (и детишки не умерли), εζήσανε (выжили). Ένας τσοπάνης είχε το μαντρί του (один пастух имел загон свой) κάπου εκεί κοντά (где-то там рядом). Μια γίδα ήτανε από το Θεό (одна коза была от Бога) και πήγαινε κάθε μέρα στη σπηλιά (и ходила каждый день в пещеру) και τα βύζαινε τα παιδιά (и кормила детей; βυζαίνω – кормить грудью; сосать грудь; το βυζί – женская грудь; вымя). Δεν κρύωναν το ένα με τ' άλλο (не замерзали один с другим = прижавшись друг к другу) και βύζαιναν και μεγαλώνανε (и ели и росли).
Αλλά ήτανε θέλημα Θεού και τα παιδάκια δεν πεθάνανε, εζήσανε. Ένας τσοπάνης είχε το μαντρί του κάπου εκεί κοντά. Μια γίδα ήτανε από το Θεό και πήγαινε κάθε μέρα στη σπηλιά και τα βύζαινε τα παιδιά. Δεν κρύωναν το ένα με τ' άλλο και βύζαιναν και μεγαλώνανε.