Ετοιμάζονται, λοιπόν (готовятся, итак), ο τσοπάνης με τα παιδάκια να πάνε (пастух с детишками, чтобы идти). Τοιμάστηκαν τα φαγητά (приготовили еду), τη μάνα τους όμως δεν τη φέρανε στο τραπέζι (мать их, однако, не привели за стол).
– Φάτε, παιδιά (ешьте, дети)! Λέει ο βοσκός (говорит пастух):
– Δεν τους έχεις όλους στο τραπέζι (не имеешь их всех за столом = не все за столом).
Ετοιμάζονται, λοιπόν, ο τσοπάνης με τα παιδάκια να πάνε. Τοιμάστηκαν τα φαγητά, τη μάνα τους όμως δεν τη φέρανε στο τραπέζι.
Φάτε, παιδιά! Λέει ο βοσκός:
Δεν τους έχεις όλους στο τραπέζι.
– Όλους τους έχουμε (всех имеем = все здесь), εδώ είναι και οι υπερέτες (здесь и слуги).
– Δεν τους έχεις όλους (здесь не все).
– Έχουμε, λέει (имеем, говорит = у нас есть, говорит), μια γυναίκα που φυλάει τους αραπόκοτους κάτω (женщина, которая стережёт индюков внизу) κι είναι στα χάλια της (и /она/ себя плохо чувствует; το χάλι – тяжёлое состояние).
Κι αυτή, λέει, πρέπει να 'ρθει (и она, – говорит, – должна прийти).
Όλους τους έχουμε, εδώ είναι και οι υπερέτες.
Δεν τους έχεις όλους.
– Έχουμε, λέει, μια γυναίκα που φυλάει τους αραπόκοτους κάτω κι είναι στα χάλια της.
– Κι αυτή, λέει, πρέπει να 'ρθει.
Στέλνει λοιπόν ο βασιλιάς τους δούλους (посылает, итак, царь слуг), τη λούσανε, την άλλαξαν (её моют, её одевают), την πήγαν, την κουρούνα (её приводят, злополучную; η κουρούνα – ворона). Έκατσε στο τραπέζι (села за стол). Κάναν το σταυρό τους τα παιδιά, άρχισαν (сделали крест свой дети = перекрестились, начали).
Μόλις κάρφωσαν την πρώτη μπουκιά (едва сделали = отрезали первый кусок), την παίρνει το 'να, της τη δίνει (ей берёт /кусок/ один = первый ребёнок, ей его даёт). Κείνη, όπως ήταν απ' τους αραπόκοτους κάτω (та, как была от индюков снизу), κλουπ, έφαε τη μερίδα (раз, и съела порцию). Καρφώνει τη ο δεύτερος (отрезает ей и второй /ребёнок/), της τη δίνει (ей её /т.е. порцию/ даёт). Την τρώει κι εκείνη (ест и ту /порцию/ она). Και το κοριτσάκι της έδωσε κι εκείνο (и девушка /служанка/ ей дала и та = дала ей порцию и девушка; το κοριτσάκι – девчонка, девушка). Της βάζουν και κρασί (ей наливают и вина), το πρώτο το ποτήρι της στάλα (в первый кубок её чуть-чуть; η στάλα – капля), το δεύτερο στάλα, το τρίτο στάλα (/во/ второй чуть-чуть, /в/ третий чуть-чуть).
Στέλνει λοιπόν ο βασιλιάς τους δούλους, τη λούσανε,την άλλαξαν, την πήγαν, την κουρούνα. Έκατσε στο τραπέζι. Κάμαν το σταυρό τους τα παιδιά, άρχισαν.
Μόλις κάρφωσαν την πρώτη μπουκιά, την παίρνει το 'να, της τη δίνει. Κείνη, όπως ήταν απ' τους αραπόκοτους κάτω, κλουπ, έφαε τη μερίδα. Καρφώνει τη ο δεύτερος, της τη δίνει. Την τρώει κι εκείνη. Και το κοριτσάκι της έδωσε κι εκείνο. Της βάζουν και κρασί, το πρώτο το ποτήρι της στάλα, το δεύτερο στάλα, το τρίτο στάλα.
Η γριά πλια από την κακία της (старуха уже от злобы своей) δεν μπόρεσε να κρατήσει και λέει (не могла сдержаться и говорит):
– Κόρακας, ντε (вороны, эх; κόρακας – ругательство, наподобие "чтоб вас", подразумевается: "идите к воронам")! Πώς τα χώρεσε η κοιλιά σου όλα (как вместило чрево твоё всё), και τις μερίδες και το κρασί; (и порции /еды/ и вино?)
Λένε (говорят /дети/):
– Άκου να σου πούμε, γιαγιά (слушай, /что мы/ тебе скажем, бабушка), τις μερίδες και τα ποτήρια πώς τα χώρεσε η κοιλιά της; (порции /еды/ и кубки, как их вместило чрево её?) Εμάς πώς μας χώρεσε η κοιλιά της μάνας μας; (нас, как нас вместило чрево матери нашей?)
Η γριά πλια από την κακία της δεν μπόρεσε να κρατήσει και λέει:
– Κόρακας, ντε! Πώς τα χώρεσε η κοιλιά σου όλα, και τις μερίδες και το κρασί;
Λένε:
– Άκου να σου πούμε, γιαγιά, τις μερίδες και τα ποτήρια πώς τα χώρεσε η κοιλιά της; Εμάς πώς μας χώρεσε η κοιλιά της μάνας μας;
Τότε εμίλησαν πλια και λένε (тогда заговорили уже и сказали):
– Αυτή είναι η μάνα μας (это мама наша), που μας εγέννησε (которая нас родила), και η γιαγιά μας μας επήγε στο σπήλαιο (и бабушка наша нас отнесла в пещеру).
Την έπιασε ο βασιλιάς (её схватил царь) και την έκανε κομματάκια (и из неё сделал кусочки)!
Κι έζησαν κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα… (и жили они хорошо, и мы /ещё/ лучше)
Τότε εμίλησαν πλια και λένε:
– Αυτή είναι η μάνα μας, που μας εγέννησε, και η γιαγιά μας μας επήγε στο σπήλαιο.
Την έπιασε ο βασιλιάς και την έκανε κομματάκια! Κι έζησαν κείνοι καλά κι εμείς καλύτερα…
Ο Τσερίσης που έπεσε στην παδέλα. (Церисис, который упал в кастрюлю; η παδέλα – большая глиняная кастрюля)