Αχ, της λέει, δεν το ξέρεις; Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε κι εγώ πέταξα το χρυσοφτέρουγό μου.
Κι εγώ, λέει τότε η μηλιά, θα πετάξω όλα μου τα μήλα!
Και δίνει μια τιναξιά και τα τινάζει όλα κάτω, και τα γερά και τα σάπια.
Πάει ένα γουρούνι κάτω απ' τη μηλιά (идёт свинья под яблоню) να φάει σάπια μήλα (чтобы поесть гнилых яблок) και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα (и их видит все на земле слоем).
Μηλιά, της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα; (яблоня, – ей говорит, – почему /ты/ сбросила все свои яблоки?)
Δεν το 'μαθες; του λέει (этого не знаешь? – ему говорит). Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του (Церисис упал в кастрюлю, старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё), κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα (и я сбросила все мои яблоки).
– Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια (и я, – говорит свинья, – выброшу все мои зубы)! Και τα πέταξε (и их выбросила).
Πάει ένα γουρούνι κάτω απ' τη μηλιά να φάει σάπια μήλα και τα βλέπει όλα χάμου στρώμα.
– Μηλιά,της λέει, γιατί πέταξες όλα σου τα μήλα;
– Δεν το 'μαθες; του λέει. Ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, κι εγώ πέταξα όλα μου τα μήλα.
– Κι εγώ, λέει το γουρούνι, θα πετάξω όλα μου τα δόντια! Και τα πέταξε.
Πηγαίνει σε λίγο (идёт через немного /времени/) στη βρύση να πίνει νερό (к источнику попить воды). Η βρύση του λέει παραξενεμένη (источник ей говорит, недоумевающий; παραξενεύω – вызывать удивление; παράξενος – странный, удивительный):
Γουρούνι μου (свинья моя), πού 'ναι τα δόντια σου, τι γίνανε; (где зубы твои, что случилось?)
Αχ, της λέει, βρύση μου (ах, – ему говорит /свинья/, – источник мой), δεν το έμαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (этого не знаешь, что Церисис упал в кастрюлю), η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё), η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου; (яблоня сбросила яблоки свои и я выбросила зубы мои?)
Δεν το 'ξερα, λέει η βρύση (я этого не знал, – сказал источник). Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου (тогда и я испорчу воду мою; βρομάω = βρωμάω – скверно пахнуть, тухнуть)! Και το βρόμεψε (и её испортил).
Πηγαίνει σε λίγο στη βρύση να πίνει νερό. Η βρύση του λέει παραξενεμένη:
– Γουρούνι μου, πού 'ναι τα δόντια σου, τι γίνανε;
– Αχ, της λέει, βρύση μου, δεν το έμαθες πως ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πέταξε τα μήλα της κι εγώ πέταξα τα δόντια μου;
– Δεν το 'ξερα, λέει η βρύση. Τότε κι εγώ θα βρομέψω το νερό μου! Και το βρόμεψε.
Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες (в то время шли какие-то девушки) με κόφες γεμάτες ρούχα (с корзинами, полными одежды), να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης (чтобы их прополоскать в чистой воде источника). Το βλέπουν βρόμικο (её видят грязную = видят, что вода грязная) και τη ρωτάνε γιατί το 'κανε αυτό (и его /источник/ спрашивают, почему /он/ сделал это).
– Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα (этого не знаете, – им говорит, – что Церисис упал в кастрюлю), η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του (старуха рвёт на себе волосы, старик – бороду, гость бросает шапку его, ставни барабанят, орёл сбрасывает золотое крыло своё, яблоня сбрасывает яблоки свои, свинья выбрасывает зубы свои) κι εγώ βρόμεψα το νερό μου; (и я испачкал воду мою?)
Κείνη την ώρα πάνε κάτι κοπέλες με κόφες γεμάτες ρούχα, να τα νεροπεράσουν στο καθαρό νερό της βρύσης. Το βλέπουν βρόμικο και τη ρωτάνε γιατί το 'κανε αυτό.
– Δεν το ξέρετε, τους λέει, ότι ο Τσερίσης έπεσε στην παδέλα, η γριά τραβάει τα μαλλιά της, ο γέρος τραβάει τα γένια του, ο μουσαφίρης πετάει τη σκούφια του, τα παραθυρόφυλλα χτυποβροντάνε, ο αϊτός πετάει το χρυσοφτέρουγό του, η μηλιά πετάει τα μήλα της, το γουρούνι πετάει τα δόντια του κι εγώ βρόμεψα το νερό μου;
Τότε λένε κι αυτές (тогда говорят и они):
– Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό (и мы бросим одежды наши в обрыв)!
Και τα πετάνε (и их бросили).
Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές (вернулись тогда в дом их порожние), χωρίς ρούχα (без одежд).
Τότε λένε κι αυτές: