Ζύγωσε κοντά, παιδί μου, του λέει ο βασιλιάς (подойди поближе, дитя моё, – ему говорит царь), γιατί άκουσε τη λέξη «Μαριετούλα» (потому что услышал слово "Мариетула").
Άφησε με, κυρ βασιλιά, να φύγω (пусти меня, господин царь, чтобы /я/ ушёл), είπε το τσοπανάκι φοβισμένο (сказал пастушок напуганный), γιατί νόμισε πως θα του κάνει κακό (потому что считал, что /царь/ ему сделает плохое).
Θέλω το καλό σου (хочу добра тебе), του είπε ο βασιλιάς (ему сказал царь) και του γέμισε λεφτά το σακουλάκι (и ему наполнил деньгами мешочек) που 'βανε το ψωμί (в который /пастушок/ клал хлеб).
Ζύγωσε κοντά, παιδί μου, του λέει ο βασιλιάς, γιατί άκουσε τη λέξη «Μαριετούλα».
Άφησε με, κυρ βασιλιά, να φύγω, είπε το τσοπανάκι φοβισμένο, γιατί νόμισε πως θα του κάνει κακό.
Θέλω το καλό σου, του είπε ο βασιλιάς και του γέμισε λεφτά το σακουλάκι που 'βανε το ψωμί.
Η βασιλοπούλα πήγε τότε κοντά στο τσοπανάκι (царевна подошла тогда близко к пастушку).
– Θα μου ειπείς, του λέει (скажи мне, – ему говорит), πού το 'δες τ' όνειρο και πού (где видел сон и где = скажи мне, где ты видел сон).
Κινήσανε λοιπόν μαζί (отправились, итак, вместе), κι όταν έφτασαν (и когда прибыли), έψαξαν δώθε-κείθε ολοτρόγυρα (искали там и сям вокруг), ώσπου πάνω σε μια πλάκα βρήκαν μια χαλκάδα (пока сверху на плите /не/ нашли кольцо) που κράταε στη γης χάμω (которое было на земле на полу; κρατώ – держать). Μόλις την πιάσανε τη χαλκάδα (только /они/ взялись за кольцо), τραβάνε την πλάκα (потянули плиту) κι από κάτου κατέβαινε μια σκάλα (и снизу спустилась лестница) στα βάθη της γης (в глубину земли)!
Η βασιλοπούλα πήγε τότε κοντά στο τσοπανάκι.
– Θα μου ειπείς, του λέει, πού το 'δες τ' όνειρο και πού.
Κινήσανε λοιπόν μαζί, κι όταν έφτασαν, έψαξαν δώθε-κείθε ολοτρόγυρα, ώσπου πάνω σε μια πλάκα βρήκαν μια χαλκάδα που κράταε στη γης χάμω. Μόλις την πιάσανε τη χαλκάδα, τραβάνε την πλάκα κι από κάτου κατέβαινε μια σκάλα στα βάθη της γης!
Η κοπέλα δεν εδείλιασε (девушка не струсила; δειλός – трусливый; нерешительный, робкий), γιατί αγαπούσε, και κατεβαίνει πρώτη κάτω (потому что любила, и спускается первая вниз). Φτάνει κάτω και τι να δει (достигает низа = спускается донизу и что /же/ видит)! Βρίσκει και τις σαράντα κάπες των παλικαριών (находит и сорок шуб молодцев) κρεμασμένες μαζί με τη χρυσή του αρχηγού (повешенных вместе с золотой /шубой/ предводителя). Τότε κατάλαβε ότι ήταν εκείνοι (тогда поняла, что были они) και ευχαριστήθηκε (и обрадовалась). Πιάνει σκουπίζει (берёт убирает = начинает убираться), ετοιμάζει το σπίτι (готовит дом = прибирает дом), βρήκε λαγούς, βρήκε πέρδικες (нашла зайцев, нашла куропаток), έβαλε μαγέρεψε (приготовила = взяла и приготовила: «бросила приготовила»). Τα παλικάρια κάπου λείπαν μακριά (мόлодцы где-то отсутствовали далеко = были где-то далеко). Όταν τέλειωσε (когда закончила), πήγε και χώθηκε στη σιδερένια σεντούκα (пошла и спряталась в железный сундук) που 'χαν κάτω στη σπηλιά (который имели = который у них был внизу в пещере).
Η κοπέλα δεν εδείλιασε, γιατί αγαπούσε, και κατεβαίνει πρώτη κάτω. Φτάνει κάτω και τι να δεί! Βρίσκει και τις σαράντα κάπες των παλικαριών κρεμασμένες μαζί με τη χρυσή του αρχηγού. Τότε κατάλαβε ότι ήταν εκείνοι και ευχαριστήθηκε. Πιάνει σκουπίζει, ετοιμάζει το σπίτι, βρήκε λαγούς, βρήκε πέρδικες, έβαλε μαγέρεψε. Τα παλικάρια κάπου λείπαν μακριά. Όταν τέλειωσε, πήγε και χώθηκε στη σιδερένια σεντούκα που 'χαν κάτω στη σπηλιά.
Πέρασε η μισή μέρα (прошла половина дня), το τσοπανόπουλο έκλεισε κι έφυγε (пастушок закрыл /вход в пещеру/ и ушёл). Καμιά βολά γυρίσανε τα παλικάρια (в какой-то момент вернулись мόлодцы; καμιά βολά /μιά βολά – однажды). Ανοίξανε, κατεβήκανε κάτω (открыли, спустились вниз), τηράνε, συγυρισμένα, μαγερεμένα (посмотрели – /всё/ убрано, приготовлено), άνθρωπο δε βλέπαν, τίποτα (человека не видели, ничего = но не увидели никого)! Πήρε ο αρχηγός το σίδερο (взял предводитель железку; το σίδερο – железо) και βάραγε – νταν, νταν, νταν – πάνω στη σεντούκα (и /стал/ стучать – бум, бум, бум – по сундуку) κι έλεγε με παράπονο (и говорил с болью; το παράπονο – жалоба, сетование; огорчение, досада):
Πέρασε η μισή μέρα, το τσοπανόπουλο έκλεισε κι έφυγε. Καμιά βολά γυρίσανε τα παλικάρια. Ανοίξανε, κατεβήκανε κάτω, τηράνε, συγυρισμένα, μαγερεμένα, άνθρωπο δε βλέπαν, τίποτα! Πήρε ο αρχηγός το σίδερο και βάραγε – νταν, νταν, νταν – πάνω στη σεντούκα κι έλεγε με παράπονο:
– Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας (оплакивайте, двери, окна, горе Мариетулы). Γιατί το 'χε καημό κι αυτός (потому что имеет горе и тот = потому что горе и у того) που την έχασε (кто её потерял).
Ίσαμε τότε (до тогда = до сих пор), κάθε φορά που έλεγε φωναχτά τον καημό του το παλικάρι (каждый раз, как говорил громко горе своё мόлодец = когда кричал о своём горе мόлодец), κλαίγαν οι πόρτες και τα παραθύρια (плакали двери и окна), ακόμα και τα σίδερα (вдобавок и засовы).