– Κι εμείς θα πετάξουμε τα ρούχα μας στον γκρεμό! Και τα πετάνε.
Γυρίσανε τότε στο σπίτι τους αδειανές, χωρίς ρούχα.
Ο Καπινούλης. (дымок; ο καπνός – дым).
Μία φορά κι έναν καιρό (однажды) ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρία κορίτσια (/жил-/был один царь и было у него три дочери). Απέξω απ' το παλάτι τους ήτανε μια πλατέα (снаружи дворца их была площадь) και πηγαίνανε κάθε ημέρα (и приходили каждый день) σαράντα παλικάρια άγνωστα (сорок молодцев неизвестных), από άλλο μέρος (из другой местности), κρεμάγανε τις κάπες τους σ' ένα δέντρο (вешали шубы свои на дерево; η κάπα – бурка; тулуп) και μετά αρχίναγαν το παιχνίδι (и потом начинали игру), ρίχναν το λιθάρι και πηδάγανε (бросали камень и прыгали), ποιος να πρωτοβγεί (кто будет первым). Ολωνών οι κάπες ήτανε ίδιες (всех шубы были одинаковые), αλλά του αρχηγού, του μεγαλύτερου, ήτανε χρυσή (но /шуба/ предводителя, главного, была золотая)!
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρία κορίτσια. Απέξω απ' το παλάτι τους ήτανε μια πλατέα και πηγαίνανε κάθε ημέρα σαράντα παλικάρια άγνωστα, από άλλο μέρος, κρεμάγανε τις κάπες τους σ' ένα δέντρο και μετά αρχίναγαν το παιχνίδι, ρίχναν το λιθάρι και πηδάγανε, ποιος να πρωτοβγεί. Ολωνών οι κάπες ήτανε ίδιες, αλλά του αρχηγού, του μεγαλύτερου, ήτανε χρυσή!
Τα κορίτσια 'πό μέσα απ' τα παράθυρα (девушки изнутри, из окон) τα 'βλεπαν όλα (смотрели на всё) και καμάρωναν τα παλικάρια (и любовались парнями). Απ' όλους όμως πιο πολύ και οι τρεις ζηλέψανε τον αρχηγό (из всех, однако, больше всего все три восхищались предводителем; ζηλεύω – ревновать; завидовать; восхищаться, удивляться).
Όταν έφευγαν τα παλικάρια (когда уходили молодцы) κι έπαιρναν τις κάπες τους (и брали шубы свои), αυτές εδιαφωνούσαν συναμεταξύ τους για τον αρχηγό (они /девушки/ спорили между собой о предводителе).
Τα κορίτσια 'πό μέσα απ' τα παράθυρα τα 'βλεπαν όλα και καμάρωναν τα παλικάρια. Απ' όλους όμως πιο πολύ και οι τρεις ζηλέψανε τον αρχηγό.
Όταν έφευγαν τα παλικάρια κι έπαιρναν τις κάπες τους, αυτές εδιαφωνούσαν συναμεταξύ τους για τον αρχηγό.
– Εγώ τον αγαπάω, έλεγε η μία (я его люблю, – говорила одна /из сестёр/).
Όχι, εγώ, έλεγε η άλλη (нет, я, – говорила другая). Αρχινάγανε πάλι (начинали снова):
Εμένα θα πάρει, η μία (меня возьмёт /в жёны, – говорила/ одна).
– Όχι, εμένα θα πάρει, έλεγε η άλλη (нет, меня возьмёт, – говорила другая).
– Εγώ τον αγαπάω, έλεγε η μία.
Όχι, εγώ, έλεγε η άλλη. Αρχινάγανε πάλι:
Εμένα θα πάρει, η μία.
Όχι, εμένα θα πάρει, έλεγε η άλλη.
Ο αρχηγός κατάλαβε (предводитель понял) ότι μαλώνανε για χάρη του (что ссорятся из-за него; για χάρη του – ради него, для него) και, αφού πέρασε καιρός (и, когда прошло время), μια μέρα φωνάζει τη μικρότερη (однажды зовёт младшую) να κατέβει κάτω να της ειπεί (чтобы /она/ спустилась вниз, чтобы /он/ ей сказал /кое-что/). Πήγε κάτω η κοπέλα και της λέει (пришла вниз девушка, и /он/ ей говорит):
Ο αρχηγός κατάλαβε ότι μαλώνανε για χάρη του και, αφού πέρασε καιρός, μια μέρα φωνάζει τη μικρότερη να κατέβει κάτω να της ειπεί. Πήγε κάτω η κοπέλα και της λέει:
– Το καταλαβαίνω ότι μαλώνετε με τις αδερφάδες σου (понимаю, что ссоритесь с сёстрами твоими), αλλά εγώ εσένα αγαπάω και εσένα θα πάρω (но я тебя люблю и тебя возьму /в жёны/)! Μόνο μην το μαρτυρήσεις κανενού (только не рассказывай этого никому), γιατί άμα το μαρτυρήσεις (потому что когда это расскажешь), θα δεις τον καπινούλη μου (увидишь дымок мой), κι άμα το μάθεις (и когда это узнаешь), θα το μάθεις από όνειρο κι από τσοπανόπουλο (это узнаешь из сна и от пастушка)!
Κι έτσι κι έγινε (и так и вышло).
– Το καταλαβαίνω ότι μαλώνετε με τις αδερφάδες σου, αλλά εγώ εσένα αγαπάω και εσένα θα πάρω! Μόνο μην το μαρτυρήσεις κανενού, γιατί άμα το μαρτυρήσεις, θα δεις τον καπινούλη μου, κι άμα το μάθεις, θα το μάθεις από όνειρο κι από τσοπανόπουλο!
Κι έτσι κι έγινε.
Οι βασιλοπούλες συνεχίζανε να μαλώνουνε (царевны продолжали ссориться), «εμένα θα πάρει» κι «εμένα θα πάρει» ("меня возьмёт /в жёны/" и "меня возьмёт"). Στενοχωρήθηκε η μικρή (огорчалась маленькая = младшая) κι απ' το πολύ καπρίτσιο τους λέει (и из большого каприза им говорит):
– Εμένα αγαπάει κι εμένα θα πάρει (меня любит и меня возьмёт /в жёны/)! Την ώρα που τα 'λεγε πλια αυτά η κοπέλα (в /то/ время, когда уже это
говорила девушка), ότι «μ' αγαπάει» (что "меня любит"), είδε μακριά έναν καπνό (увидела вдалеке дым). Τότε μπήκε στο νόημα (тогда пришло на ум) ότι έπαθε ζημιά μεγάλη (что перенесла потерю большую), θυμήθηκε τα λόγια του κι έβαλε τα κλάματα (вспомнила слова его и зарыдала; βάλλω – бросать; пускать; το κλάμα – плач).
Οι βασιλοπούλες συνεχίζανε να μαλώνουνε, «εμένα θα πάρει» κι «εμένα θα πάρει». Στενοχωρήθηκε η μικρή κι απ' το πολύ καπρίτσιο τους λέει:
– Εμένα αγαπάει κι εμένα θα πάρει!
Την ώρα που τα 'λεγε πλια αυτά η κοπέλα, ότι «μ' αγαπάει», είδε μακριά έναν καπνό. Τότε μπήκε στο νόημα ότι έπαθε ζημιά μεγάλη, θυμήθηκε τα λόγια του κι έβαλε τα κλάματα.