Κείνη την ώρα (в тот момент), που η κοπέλα ήταν κρυμμένη στη σιδερένια σεντούκα (когда девушка была спрятана в железном сундуке; κρύβω), γίνηκε κάτι παράξενο (случилось нечто странное). «Κα, κα, κα!» τα γέλια ("ха-ха-ха" хохот), γέλαγαν οι πόρτες και τα παραθύρια (смеялись двери и окна), ακόμη και τα σίδερα (вдобавок и засовы), κι εκείνη μέσα (и она внутри).
– Κλαίτε, πόρτες, παραθύρια, τον καημό της Μαριετούλας. Γιατί το 'χε καημό κι αυτός που την έχασε.
Ίσαμε τότε, κάθε φορά που έλεγε φωναχτά τον καημό του το παλικάρι, κλαίγαν οι πόρτες και τα παραθύρια, ακόμα και τα σίδερα.
Κείνη την ώρα, που η κοπέλα ήταν κρυμμένη στη σιδερένια σεντούκα, γίνηκε κάτι παράξενο. «Κα, κα, κα!» τα γέλια, γέλαγαν οι πόρτες και τα παραθύρια, ακόμη και τα σίδερα, κι εκείνη μέσα.
Εκείνος παραξενεύτηκε (он удивился).
– Φέρτε μου δω, λέει (принесите мне сюда, – говорит), το τσεκούρι να τη σπάσω τη σεντούκα (топор, чтобы /я/ разломал сундук; σπάζω) με τούτα που μου κάνει σήμερα (за всё, что /он/ мне делает сегодня)!
Βουτάει το τσεκούρι να βαρέσει τη σεντούκα (хватает топор, чтобы ударить сундук; βουτώ – погружать; хватать), πετάχτηκε από μέσα η κοπέλα (выскакивает изнутри девушка) και μείναν όλοι άφωνοι (и остались все онемевшие = и все онемели)!
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (и жили они хорошо и мы /ещё/ лучше)…
Εκείνος παραξενεύτηκε.
– Φέρτε μου δω, λέει, το τσεκούρι να τη σπάσω τη σεντούκα με τούτα που μου κάνει σήμερα!
Βουτάει το τσεκούρι να βαρέσει τη σεντούκα, πετάχτηκε από μέσα η κοπέλα και μείναν όλοι άφωνοι!
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…
Ο Θοδωρής κι ο Κυριαζής. (Тодорис и Кирьязис)
Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς (однажды был один царь) που είχε τρία κορίτσια (который имел трёх дочерей = у которого было три дочери), αλλά ήταν γέρος (но был /он/ старый). Μια μέρα του 'ρθε γράμμα (однажды: "в один день" ему пришло письмо) να πάει στον πόλεμο (чтобы /он/ отправился на войну). Μόλις έλαβε το γράμμα (как только получил письмо), την είδηση για να πάει στο σεφέρι (известие, чтобы отправился в войско; το σεφέρι – войска), έβαλε τα κλάματα (залился слезами).
Μία φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς που είχε τρία κορίτσια, αλλά ήταν γέρος. Μια μέρα του 'ρθε γράμμα να πάει στον πόλεμο. Μόλις έλαβε το γράμμα, την είδηση για να πάει στο σεφέρι, έβαλε τα κλάματα.
Πάει η μεγάλη κόρη, λέει (приходит старшая дочь, говорит):
Πατέρα, τι έχεις που κλαις; (отец, что имеешь, что плачешь? = что случилось, из-за чего ты плачешь?)
Τι να 'χω, παιδάκι μου; (что случилось, деточка моя?) Μο 'ρθε γράμμα να πάω στο σεφέρι, λέει (мне пришло письмо, чтобы /я/ отправился к войску, – говорит), κι εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ (и я старый и не могу)!
Άντε να κοιμηθείς (ну-ка поспи), γερο-στρίγκλε, λέει (старый ворчун, – говорит; ο γέρος – старик, отец; ο στρίγγλος – сварливый, ворчливый человек), κι εγώ έλεγα ότι κλαις γιατί θες να με παντρέψεις (и я говорила, что плачешь, потому что хочешь меня выдать замуж)!
Πάει η μεγάλη κόρη, λέει:
Πατέρα, τι έχεις που κλαις;
Τι να 'χω, παιδάκι μου; Μο 'ρθε γράμμα να πάω στο σεφέρι, λέει, κι εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ!
Άντε να κοιμηθείς, γερο-στρίγκλε, λέει, κι εγώ έλεγα ότι κλαις γιατί θες να με παντρέψεις!
Εν τω μεταξύ (между тем) είχε φτιάξει ο γέρος (построил старик) από 'ναν πύργο κατάλευκο της καθεμιανής (по башне белоснежной каждой /из дочерей/).
– Να! της λέει ο γέρος (вот! – ей говорит старик). Να 'χεις την κατάρα μου (пусть имеешь проклятие моё = проклинаю тебя)!
Αμέσως το σπίτι της μεγάλης εμαύρισε (тотчас дом старшей почернел; μαύρος – чёрный) από την κατάρα που έδωσε ο γέρος (от проклятия, которое дал старик).
Πάει και η άλλη, η δεύτερη (идёт и другая /дочь/, вторая). Λέει:
Εν τω μεταξύ είχε φτιάξει ο γέρος από 'ναν πύργο κατάλευκο της καθεμιανής.
– Να! της λέει ο γέρος. Να 'χεις την κατάρα μου!
Αμέσως το σπίτι της μεγάλης εμαύρισε από την κατάρα που έδωσε ο γέρος. Πάει και η άλλη, η δεύτερη. Λέει:
– Τι έχεις, πατέρα μου, που κλαις; (что случилось, отец мой, что плачешь?)
– Φεύγα, της λέει, κι άσε με ήσυχο (уходи, – ей говорит, – и оставь меня спокойного = оставь меня в покое), μη σε καταραστώ και σένα (/чтобы/ не проклял и тебя).
– Πες μου, πατεράκη, πες μου (скажи мне, папочка, скажи мне).
Της το λέει κι εκείνης, πάλι το ίδιο (это говорит и ей, опять то же = и ей он повторяет то же самое).
Τι έχεις, πατέρα μου, που κλαις;
Φεύγα, της λέει, κι άσε με ήσυχο, μη σε καταραστώ και σένα.
– Πες μου, πατεράκη, πες μου. Της το λέει κι εκείνης, πάλι το ίδιο.
– Άντε, ρε γερο-στρίγκλε, λέει (ну-ка, эй, старый ворчун, – говорит; ρε = βρε – эй! эй ты! /возглас неодобрения/), κι εγώ είπα ότι θες να με παντρέψεις (и = а я сказала, что хочешь меня выдать замуж)!
Πάλι της δίνει την κατάρα του (снова ей даёт проклятие своё), πάλι εμαύρισε το σπίτι της (снова почернел дом её).
Τη μικρότερη αδερφή τη λέγαν Θεοδώρα (младшую сестру звали Теодора).
Πάει κι εκείνη (идёт и она).
– Πατέρα, τι έχεις και κλαις; (отец, что имеешь и плачешь? = что случилось и /почему/ плачешь?)