восвояси), την αγκάλιασε ο πατέρας της (её обнял отец её), χαρές, που κέρδισε τον πόλεμο (радости /мн.ч.; = все радовались/, что выиграла войну). Του λέει, το λοιπόν, η μάνα του (ему говорит, итак, мама его):
Σώπα,του λέει η μάνα του, εγώ θα σε κάνω να πά' να την πάρεις.
Μα πώς να πάω;
Κείνη πλια πήγε στον τόπο της, την αγκάλιασε ο πατέρας της, χαρές, που κέρδισε τον πόλεμο. Του λέει,το λοιπόν, η μάνα του:
– Θα πάρεις αδράχτια, σφοντύλια (возьмёшь веретёна, диски; το σφοντύλι – вращательный диск веретена), ό, τι εργάζονται οι γυναίκες (то, чем работают женщины) και θα πά' να πουλάς απόξω στο παλάτι (и пойдёшь продавать у: "снаружи" дворца). Να πάρεις δαχτυλίδια και στολίδια (возьмёшь кольца и украшения) από κείνα που αρέσουν στα κορίτσια (из тех, которые нравятся девушкам).
Την ώρα που έφευγε εκείνη με το στρατό της (в /тот/ момент, когда уходила она с войском её), αυτός μέσα στη θάλασσα βγάνει το δαχτυλίδι του (он в море снимает кольцо своё), της το πετάει (ей его кидает) και, καθώς γελούσε (и, поскольку /она/ улыбалась), την πήρε στο δόντι (ей взял в зуб = ей попал в зуб) και το δόντι της έγινε χρυσό (и зуб её стал золотым).
– Θα πάρεις αδράχτια, σφοντύλια, ό, τι εργάζονται οι γυναίκες και θα πά' να πουλάς απόξω στο παλάτι. Να πάρεις δαχτυλίδια και στολίδια από κείνα που αρέσουν στα κορίτσια.
Την ώρα που έφευγε εκείνη με το στρατό της, αυτός μέσα στη θάλασσα βγάνει το δαχτυλίδι του, της το πετάει και, καθώς γελούσε, την πήρε στο δόντι και το δόντι της έγινε χρυσό.
Εφόρεσε, το λοιπόν, εκείνος διακονιαρίστικα (оделся, итак, он нищенски; η διακονιά – нищенство, попрошайничество) και πήγε από κάτω απ' το παλάτι (и пришёл вниз ко дворцу = под окна дворца). Πούλαγε δαχτυλίδια κι ό, τι γυναικείο είχε (продавал кольца и что женское имел = и что у него было для женщин). Βγήκε τότε εκείνη στο παράθυρο (подошла тогда она к окну). Λέει (говорит):
– Πόσο τα δίνετε, καλέ; (сколько это стоит, мил /человек/?: "сколько за это даёте")
Εφόρεσε, το λοιπόν, εκείνος διακονιαρίστικα και πήγε από κάτω απ' το παλάτι. Πούλαγε δαχτυλίδια κι ό, τι γυναικείο είχε. Βγήκε τότε εκείνη στο παράθυρο. Λέει:
– Πόσο τα δίνετε, καλέ;
Μόλις την είδε κείνος από κάτω (едва её увидел он снизу), στάθηκε η καρδιά του (остановилось = замерло сердце его). Της λέει (ей говорит):
Δεν τα δίνουμε με λεφτά (это не /про/даём за деньги).
Με τι τα δίνετε; (за что это /про/даёте?)
– Για γέλια, για χαρχάτουρα (за смех, за хохот), για ένα χρυσό δοντάκι (за золотой зубик).
Μόλις την είδε κείνος από κάτω, στάθηκε η καρδιά του. Της λέει:
Δεν τα δίνουμε με λεφτά.
Με τι τα δίνετε;
Για γέλια, για χαρχάτουρα, για ένα χρυσό δοντάκι.
– Άιντε να κοιμηθείς (иди поспи), του λέει (ему говорит), που ξέρεις κι εσύ (который знаешь и ты = ты, который знаешь) το χρυσό δοντάκι (/о/ золотом зубике)! Έλα από κει (иди оттуда /оттуда сюда, к нам/) να πάρουμε, του λέει, κουρελή (возьмём /купим/ – ему говорит, бродяга; ο κουρελής – оборванец, бродяга)!
Πάει από κει ο Κυριαζής (уходит оттуда Кирьязис). Λέει (говорит):
Τα δίνω με στάρι (это продаю за пшеницу) και με τίποτ' άλλο για λεφτά (и не за что/-либо/ другое: «с ничем другим» в качестве денег).
Άιντε να κοιμηθείς, του λέει, που ξέρεις κι εσύ το χρυσό δοντάκι! Έλα από κει να πάρουμε, του λέει, κουρελή!
Πάει από κει ο Κυριαζής. Λέει:
– Τα δίνω με στάρι και με τίποτ' άλλο για λεφτά.
Βγάζουν οι υπερέτριες (выходят служанки) να πά' να του δώκουνε στάρι (чтобы пойти ему дать пшеницу). Εκεί που κράταε τη σακούλα (когда держал мешочек) να του ρίξουνε το στάρι (чтобы ему насыпали пшеницы), την κούναγε και χυνότανε το στάρι χάμω (им /мешочком/ взмахнул, и высыпался хлеб на землю; κουνώ – качать; размахивать). Κι αρχίναε κείνος και μάζωνε ένα σπυράκι (и начал он /собирать/ и подобрал зёрнышко), το έριχνε μες στη σακούλα (его бросил в мешочек). Έπαιρνε και τ' άλλο (взял = поднял и другое /зёрнышко/)… Ώσπου να πάρει το 'να (пока возьмёт одно), του πέφταν δέκα (у него падают десять). Το 'κανε επίτηδες (это делал нарочно), μέχρι που σουρούπωσε (пока не стало смеркаться; το σούρουπο – сумерки)…
Βγάζουν οι υπερέτριες να πά' να του δώκουνε στάρι. Εκεί που κράταε τη σακούλα να του ρίξουνε το στάρι, την κούναγε και χυνότανε το στάρι χάμω. Κι αρχίναε κείνος και μάζωνε ένα σπυράκι, το το έριχνε μες στη σακούλα. Έπαιρνε και τ' άλλο… Ώσπου να πάρει το 'να, του πέφταν δέκα. Το 'κανε επίτηδες, μέχρι που σουρούπωσε…
– Βρε χριστιανέ μου (эй, мил человек: "эй, христианин мой"), του λεν (ему говорят), άσ' το να το φαν οι κότες (оставь его /зерно/ чтобы его съели куры), να σου ρίξουμ' άλλο (тебе насыплем другое)!
– Όχι, λέει (нет, – говорит), θέλω την πρώτη μου δικονίτσα (хочу первую мою нищенскую).
Ε, αφού τον είδαν κι έτσι (и, поскольку его увидели и так = поскольку увидели, что он в таком состоянии), τον άφησαν, ώσπου σουρούπωσε (его оставили, когда стемнело).
Βρε χριστιανέ μου, του λεν, άσ' το να το φαν οι κότες, να σου ρίξουμ' άλλο!
Όχι, λέει, θέλω την πρώτη μου δικονίτσα.
Ε, αφού τον είδαν κι έτσι, τον άφησαν, ώσπου σουρούπωσε.