Πήγαν στην εκκλησία (пошли в церковь). Την πήρανε κι εκείνη (взяли /с собой/ и её). Στεκόντουσαν η μια πλάι απ' την άλλη (стояли одна рядом с другой), οι δαντέλες κρεμόντουσαν ίσαμε δω κάτω (кружева висели до сих пор /досюда/ внизу = кружева свисали донизу), της δώκαν και τη λαμπάδα (ей дали и свечу), κείνη αμίλητη, όπως πάντα (она безмолвная, как всегда). Όπως ήταν αναμμένη η λαμπάδα (поскольку была зажжённая свеча), έκαιγε τις δαντέλες απ' τα μανίκια της (подожгла кружева с рукавов её).
Η άλλη, η καινούρια νύφη (другая, новая невеста), την κούναε (ей машет):
– Εκάη, βουβή, το χέρι σου! της λέει (обожгла, немая, руку твою = свою! – ей говорит).
Πήγαν στην εκκλησία. Την πήρανε κι εκείνη. Στεκόντουσαν η μια πλάι απ' την άλλη, οι δαντέλες κρεμόντουσαν ίσαμε δω κάτω, της δώκαν και τη λαμπάδα, κείνη αμίλητη, όπως πάντα. Όπως ήταν αναμμένη η λαμπάδα, έκαιγε τις δαντέλες απ' τα μανίκια της.
Η άλλη, η καινούρια νύφη, την κούναε:
– Εκάη, βουβή,το χέρι σου! της λέει.
Τη λέγαν πλια (ей говорят уже) βουβή κείνη που δε μίλαγε (немая она, которая не говорила). Δεν απαντούσε (не отвечала). Πίσω, τ' άλλο μανίκι (снова, другой рукав). Πάλι την κούναε η άλλη νύφη και της λέει (опять ей кивает другая невеста и ей говорит):
– Εκάη, βουβή, το χέρι σου (обожгла, немая, руку твою)!
Δε βάσταξε πλια η βουβή (не выдержала уже немая), τη βουτάει και την πετάει 'σα πέρα (её хватает и её бросает далеко).
Τη λέγαν πλια βουβή κείνη που δε μίλαγε. Δεν απαντούσε. Πίσω, τ' άλλο μανίκι. Πάλι την κούναε η άλλη νύφη και της λέει:
– Εκάη, βουβή, το χέρι σου!
Δε βάσταξε πλια η βουβή,τη βουτάει και την πετάει 'σα πέρα.
– Πού το βρήκες (где это нашла = с чего ты взяла), μωρ' συ, της λέει (эй ты, – ей говорит), να μου πάρεις τον άντρα (чтобы у меня взять мужа = что можешь отобрать у меня мужа)! Εγώ τον έχω τόσα χρόνια (я его имею столько лет) κι έκανα υπομονή (и терпела; η υπομονή – терпение; κάνω υπομονή – терпеть). Εσύ δεν έχεις υπομονή (ты не имеешь терпения).
Ύστερα έγινε ο γάμος της με τον Κυριαζή (потом состоялась свадьба её с Кирьязисом), κι από τότε ζήσανε καλά (и с тех пор жили хорошо) και ξαναβρήκε τη μιλιά της (и снова нашла речь её = и снова обрела речь), κι εμείς καλύτερα (и мы /ещё/ лучше)…
– Πού το βρήκες, μωρ' συ, της λέει, να μου πάρεις τον άντρα! Εγώ τον έχω τόσα χρόνια κι έκανα υπομονή. Εσύ δεν έχεις υπομονή.
Ύστερα έγινε ο γάμος της με τον Κυριαζή, κι από τότε ζήσανε καλά και ξαναβρήκε τη μιλιά της, κι εμείς καλύτερα…
Η βασίλισσα μυλωνού. (царица-/жена/ мельника)
Ζούσε, μια φορά και έναν καίρο (жил, один раз и в одно время = жил да был однажды), σ' ένα μακρινό βασίλειο (в далёком царстве) ένας βασιλιάς με τη βασίλισσα (царь с царицей). Περνούσαν ζωή χαρισάμενη (вели /они/ жизнь прекрасную), όπως όλοι οι βασιλιάδες (как все цари). Μια μέρα (в один день = однажды) είχαν επισκέψεις (имели визиты = у них были гости). Ήρθε ο βασιλιάς απ' το γειτονικό βασίλειο (пришёл царь из соседнего царства) με την ακολουθία του (с свитой своей), που είχαν βγει για κυνήγι (которые отправились на охоту). Η βασίλισσα καλοδέχτηκε (царица принимала; καλοδέχομαι – гостеприимно принимать, встречать с радостью) και περιποιήθηκε τους ξένους (и заботилась о гостях; περιποιούμαι – ухаживать, окружать вниманием; гостеприимно принимать).
Ζούσε, μια φορά και έναν καίρο σ' ένα μακρινό βασίλειο ένας βασιλιάς με τη βασίλισσα. Περνούσαν ζωή χαρισάμενη, όπως όλοι οι βασιλιάδες. Μια μέρα είχαν επισκέψεις. Ήρθε ο βασιλιάς απ' το γειτονικό βασίλειο με την ακολουθία του, που είχαν βγει για κυνήγι. Η βασίλισσα καλοδέχτηκε και περιποιήθηκε τους ξένους.
Έκανε όμως πολλή ζέστη και (было, однако, очень жарко, и), καθώς τους περιποιόταν (когда за ними ухаживала), έσταξε μια σταγόνα ιδρώτας απ' το μέτωπο της (капнула капля пота со лба её; στάζω) στο κρασί του γείτονα βασιλιά (в вино соседа царя). Ο άντρας της ντροπιάστηκε πολύ (муж её стыдил очень; η ντροπή – стыд) κι έτσι, όπως ήταν και λίγο πιωμένος (и вот, так как был и немного пьян; πίνω), την έδιωξε τη δόλια κακώς απ' το παλάτι (её прогнал бедняжку плохо из дворца), μπροστά στους ξένους (перед гостями). Άδικα οι ξένοι τον παρακαλούσαν (напрасно гости его просили) να τη συγχωρέσει (её простить). Τίποτα ο βασιλιάς, αγύριστο κεφάλι (ничего царь = царь ни в какую, упрямая голова).
Έκανε όμως πολλή ζέστη και, καθώς τους περιποιόταν, έσταξε μια σταγόνα ιδρώτας απ' το μέτωπο της στο κρασί του γείτονα βασιλιά. Ο άντρας της ντροπιάστηκε πολύ κι έτσι, όπως ήταν και λίγο πιωμένος, την έδιωξε τη δόλια κακώς απ' το παλάτι, μπροστά στους ξένους. Άδικα οι ξένοι τον παρακαλούσαν να τη συγχωρέσει. Τίποτα ο βασιλιάς, αγύριστο κεφάλι.