– Θα σου πω, άρχοντα μου (я тебе расскажу, господин мой), τη μοίρα μου την κακιά (судьбу свою злую), μα θα μου δώσεις όρκο (но /ты/ мне дашь клятву) πως δε θα πεις ποτέ και πουθενά (что не расскажешь никогда и нигде) όσα θ' ακούσεις (что бы ты ни услышал: «сколько услышишь»).
Και ποιος είν' ο πατέρας τους, ο άντρας σου; Η μυλωνού κοκκίνισε.
Ο άντρας μου πέθανε, άρχοντα μου, μόνη μου.
– Τούτο όμως, το μεγάλο, κυρά μου, μοιάζει από άλλη γενιά. Μοιάζει από γενιά βασιλική.
Τότε η μυλωνού δάκρυσε.
– Θα σου πω, άρχοντα μου, τη μοίρα μου την κακιά, μα θα μου δώσεις όρκο πως δε θα πεις ποτέ και πουθενά όσα θ' ακούσεις.
Κι ο βασιλιάς της έδωσε όρκο (и царь ей дал клятву) κι η βασίλισσα του είπε για την κακή της μοίρα (и царица ему рассказала о злой своей судьбе). Κι έτσι (и вот) όπως μιλούσε (пока говорила) δεν κατάλαβε πως το παιδί της το μεγάλο (не поняла, что сын её старший; το παιδί – ребёнок; мальчик; подросток; юноша; сын, дочь) είχε κρυφτεί και, αφού τ' άκουσε όλα (спрятался и, когда услышал всё), έμαθε ποιος είναι ο πατέρας του (узнал, кто отец его). Μόλις τέλειωσε την ιστορία της (как только /она/ закончила историю её), ο βασιλιάς της είπε ποιος ήταν (царь ей сказал, кто /он/ был) και βάλθηκε να τη βοηθήσει (и бросился / устремился ей помочь).
Κι ο βασιλιάς της έδωσε όρκο κι η βασίλισσα του είπε για την κακή της μοίρα. Κι έτσι όπως μιλούσε δεν κατάλαβε πως το παιδί της το μεγάλο είχε κρυφτεί και, αφού τ' άκουσε όλα, έμαθε ποιος είναι ο πατέρας του. Μόλις τέλειωσε την ιστορία της, ο βασιλιάς της είπε ποιος ήταν και βάλθηκε να τη βοηθήσει.
Θέλω μόνο να μου δώσεις δέκα φλουριά (хочу только, чтобы /ты/ мне дал десять золотых монет), πετάχτηκε το παιδί (выбежал мальчик; πετιέμαι – бросаться; выскакивать; вмешиваться), που τα 'χε μάθει όλα (который узнал всё).
Τι τα θες τα φλουριά, παιδί μου; (зачем /ты/ хочешь монеты, дитя моё?) Άσ' το να πάει στην ευχή (пусть всё идёт своим чередом; η ευχή – желание; благословение) και κάτσε να ζήσεις εδώ (и сядь жить здесь = и оставайся жить здесь) με τ' αδέρφια σου (с братьями твоими), παρακάλεσε η μάνα του (попросила мама его).
– Θα σε βοηθήσω (/я/ тебе помогу), θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις (/я/ тебе дам то, что у меня попросишь), πετάχτηκε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα δέκα φλουριά (вмешался царь и ему дал десять монет).
Θέλω μόνο να μου δώσεις δέκα φλουριά, πετάχτηκε το παιδί, που τα 'χε μάθει όλα.
Τι τα θες τα φλουριά, παιδί μου; Άσ' το να πάει στην ευχή και κάτσε να ζήσεις εδώ με τ' αδέρφια σου, παρακάλεσε η μάνα του.
Θα σε βοηθήσω, θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις, πετάχτηκε ο βασιλιάς και του 'δωσε τα δέκα φλουριά.
Το παιδί τα πήρε και τους αποχαιρέτησε (мальчик их /монеты/ взял и с ними /царем и матерью/ простился):
– Υπόσχομαι στο λόγο μου και στην τιμή μου (обещаю словом своим и честью своей), πως θα φέρω εδώ το βασιλιά πατέρα μου (что притащу сюда царя, отца моего; φέρω – нести) να πέσει γονατιστός στα πόδια σου (чтобы упал, коленопреклонённый, к ногам твоим), είπε στη μάνα του κι έφυγε (сказал матери своей и ушёл).
Το παιδί τα πήρε και τους αποχαιρέτησε:
– Υπόσχομαι στο λόγο μου και στην τιμή μου, πως θα φέρω εδώ το βασιλιά πατέρα μου να πέσει γονατιστός στα πόδια σου, είπε στη μάνα του κι έφυγε.
Την άλλη μέρα (на следующий день) έφτασε στην πολιτεία (прибыл в город) και πήγε κατευθείαν στο χαλκουργείο (и пошёл прямо в мастерскую медника; ср. ο χαλκός – медь). Παράγγειλε σ' ένα μπακιρτζή (заказал у медника) να του φτιάσει ένα τσουβάλι κριθάρι χάλκινο (чтобы /он/ ему сделал мешок ячменя медный), τριπλό στο μέγεθος απ' το κανονικό (тройной по величине от /по сравнению с/ обычного; ο κανόνας – правило, закон). Ο μπακιρτζής του το 'φτιαξε (медник ему его сделал), τον πλήρωσε με τα φλουριά (ему /меднику/ заплатил золотыми монетами) και τράβηξε για το χάνι (и притащил на постоялый двор; τραβώ) με το κριθάρι στο δισάκι του (с ячменём в котомке своей). Ξεπέζεψε απ' το γαϊδούρι του (спешился с осла своего; πεζός – пеший) κι άφησε χάμω το δισάκι (и поставил на землю котомку) για να φαίνεται από μέσα το κριθάρι (чтобы был виден изнутри ячмень).
Την άλλη μέρα έφτασε στην πολιτεία και πήγε κατευθείαν στο χαλκουργείο. Παράγγειλε σ' ένα μπακιρτζή να του φτιάσει ένα τσουβάλι κριθάρι χάλκινο, τριπλό στο μέγεθος απ' το κανονικό. Ο μπακιρτζής του το 'φτιαξε, τον πλήρωσε με τα φλουριά και τράβηξε για το χάνι με το κριθάρι στο δισάκι του. Ξεπέζεψε απ' το γαϊδούρι του κι άφησε χάμω το δισάκι για να φαίνεται από μέσα το κριθάρι.
Θέλω δυο οκάδες κριθάρι (хочу две оки1 зерна) για το γάιδαρο μου (для осла моего), παράγγειλε στο χαντζή (заказал у хозяина; ο χαν(ι)τζής – содержатель постоялого двора).
Μα εσύ έχεις ένα σωρό κριθάρι στο δισάκι (но ты имеешь кучу ячменя в котомке; ο σωρός – куча, груда; масса, множество), αποκρίθηκε εκείνος (ответил тот).