Α! Αυτό δεν είναι για το γαϊδούρι (это не для осла). Δεν το βλέπεις (/разве/ не видишь) πόσο χοντρό είναι (какой толстый)! Το 'χω για σπορά (его /мешок с ячменём/ имею для посева). Σαν το σπείρεις (когда его посеешь), παίρνεις τριπλή σοδειά απ' το κανονικό (получишь тройной урожай от /по сравнению с/ обычного)!
– Θέλω δυο οκάδες κριθάρι για το γάιδαρο μου, παράγγειλε στο χαντζή.
Μα εσύ έχεις ένα σωρό κριθάρι στο δισάκι, αποκρίθηκε εκείνος.
Α! Αυτό δεν είναι για το γαϊδούρι. Δεν το βλέπεις πόσο χοντρό είναι! Το 'χω για σπορά. Σαν το σπείρεις, παίρνεις τριπλή σοδειά απ' το κανονικό!
1 Η οκά – ока, мера веса (1280 г.)
Πες, πες (мало-помалу), η φήμη για το κριθάρι έφτασε και στο παλάτι (молва о ячмене дошла и до дворца), στ' αυτί του βασιλιά (до ушей царя). Στέλνει αμέσως τη φρουρά του (посылает тотчас стражу свою) και του φέρνουν το παιδί μπροστά του (и ему приводят мальчика перед ним = непосредственно ему, ему на глаза). Ο βασιλιάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό (царь остался с ртом открытым = царь открыл рот /от удивления/) μόλις αντίκρισε το παιδί (едва увидел его; αντικρίζω – находиться напротив; видеть, замечать; сталкиваться лицом к лицу). Σαν να 'βλεπε τον εαυτό του (как будто увидел самого себя) στα νιάτα του (в юности своей)! Αλλά ο νους του δεν πήγε τόσο μακριά (но ум его не пошёл так далеко).
Πόσα θες για το κριθάρι σου; (сколько /ты/ хочешь за ячмень свой?) τον ρώτησε (его спросил /царь/).
Βασιλιά μου (царь мой), είπε το παιδί κοιτάζοντας τον κατάματα (сказал юноша, смотрящий ему прямо в глаза; ср. το μάτι – глаз), το κριθάρι αυτό δεν είναι σαν τ' άλλα (ячмень этот не /такой/, как остальные). Δεν μπορεί να το σπείρει όποιος κι όποιος (не может его сеять кто попало; όποιος – всякий, каждый).
Πες, πες, η φήμη για το κριθάρι έφτασε και στο παλάτι, στ' αυτί του βασιλιά. Στέλνει αμέσως τη φρουρά του και του φέρνουν το παιδί μπροστά του. Ο βασιλιάς έμεινε με το στόμα ανοιχτό μόλις αντίκρισε το παιδί. Σαν να 'βλεπε τον εαυτό του στα νιάτα του! Αλλά ο νους του δεν πήγε τόσο μακριά.
– Πόσα θες για το κριθάρι σου; τον ρώτησε.
Βασιλιά μου, είπε το παιδί κοιτάζοντας τον κατάματα, το κριθάρι αυτό δεν είναι σαν τ' άλλα. Δεν μπορεί να το σπείρει όποιος κι όποιος.
Πώς δεν μπορεί; (Как не может) Δηλαδή τι τρόπο χρειάζεται; (И в каком же способе он нуждается?; δηλαδή – то есть, а именно; значит; τι δηλαδή; – что же?)
Πρέπει να το σπείρουν άνθρωποι (нужно, чтобы его сеяли люди) που δε χύνουν στάλα ιδρώτα (которые не льют капли пота = которые не проливает ни капли пота). Αλλιώς κλουβιάζει και δε φυτρώνει (иначе портится и не прорастает; φυτρώνω – прорастать, давать ростки).
Αυτό δε γίνεται (этого не бывает)! Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι (не существуют такие люди)! Ακόμα και εγώ (даже и я; άκομα – ещё; άκομα και – даже), που είμαι βασιλιάς (который царь = а я ведь царь), δεν μπορώ να το καταφέρω (не могу этого добиться; καταφέρνω – добиваться, справляться)!
Βλέπεις, βασιλιά μου (видишь, царь мой), πως κι εσύ ακόμα που 'σαι βασιλιάς (что даже ты, который царь) δεν μπορείς να τα καταφέρεις; (не можешь с этим справиться?) Τη δόλια τη μάνα μου όμως, τη βασίλισσα (бедную маму мою, однако, царицу), για μια στάλα ιδρώτα την έδιωξες απ' το παλάτι (за одну каплю пота её прогнал из дворца)!
– Πώς δεν μπορεί; Δηλαδή τι τρόπο χρειάζεται;
Πρέπει να το σπείρουν άνθρωποι που δε χύνουν στάλα ιδρώτα. Αλλιώς κλουβιάζει και δε φυτρώνει.
Αυτό δε γίνεται! Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι! Ακόμα κι εγώ, που είμαι βασιλιάς, δεν μπορώ να το καταφέρω!
Βλέπεις, βασιλιά μου, πως κι εσύ ακόμα που 'σαι βασιλιάς δεν μπορείς να τα καταφέρεις; Τη δόλια τη μάνα μου όμως, τη βασίλισσα, για μια στάλα ιδρώτα την έδιωξες απ' το παλάτι!
Αυτά είπε το παιδί (это сказал юноша) κι ο βασιλιάς δάκρυσε κι έσκυψε (и царь заплакал и склонил /голову/; σκύβω – гнуть, сгибать; σκύβω το κεφάλι – склонять голову; потупиться, понуриться) και τ' αγκάλιασε (и его обнял). Και πήραν κι οι δυο το δρόμο (и отправились оба в дорогу) για το μύλο (к мельнице). Σαν αντάμωσε τη μυλωνού (когда /царь/ увидел мельничиху; η αντάμωση – встреча, свидание), έπεσε γονατιστός στα πόδια της (упал коленопреклонённый к ногам её) και της ζήτησε να τον συγχωρέσει (и её попросил, чтобы его простила). Κι η μυλωνού τον συγχώρεσε (и мельничиха его простила). Κι όλοι μαζί (и все вместе), με τα παιδιά του μυλωνά (с детьми мельника), γύρισαν στο παλάτι (вернулись во дворец).
Κι έτσι η μυλωνού ξανάγινε βασίλισσα (и так мельничиха снова стала царицей) κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα (и жили они хорошо и мы /ещё/ лучше).
Αυτά είπε το παιδί κι ο βασιλιάς δάκρυσε κι έσκυψε και τ' αγκάλιασε. Και πήραν κι οι δυο το δρόμο για το μύλο. Σαν αντάμωσε τη μυλωνού, έπεσε γονατιστός στα πόδια της και της ζήτησε να τον συγχωρέσει. Κι η μυλωνού τον συγχώρεσε. Κι όλοι μαζί, με τα παιδιά του μυλωνά, γύρισαν στο παλάτι.
Κι έτσι η μυλωνού ξανάγινε βασίλισσα κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ο ναύτης και ο διάβολος. (Моряк и бес)