Επιτέλους! Ζει ο διάβολος στο μπουκάλι κλεισμένος; Ανάθεμα τον παπα-Μανόλη που μ' έκλεισε! φώναζε και χοροπηδούσε γύρω απ' το ναύτη ο διάβολος.
Ο ναύτης σάστισε. Τι ήταν τούτο;
Είμαι ο διάβολος κι είμαι στις προσταγές σου. Ζήτα μου ό, τι θες κι εγώ θα σ' το χαρίσω.
Τι να σου ζητήσω; τραύλισε ο ναύτης. Συμμαχία με το διάβολο γίνεται;
Γίνεται και παραγίνεται. Πες μου τι θες και θα δεις.
– Τι να θέλω; (что /мне/ хотеть?) Ξέμπαρκος είμαι (/я/ на суше = оказавшийся на берегу; ξεμπαρκάρω – высаживаться на берег). Έχασα το βαπόρι που σαλπάρισε το πρωί (/я/ лишился корабля, который отплывал утром; το βαπόρι – пароход, теплоход; σαλπάρω – поднимать якорь, отчаливать) και τώρα είμαι ξέμπαρκος και άφραγκος (и теперь я на берегу и без денег; το φράγκο – франк; /вообще/деньги).
– Και γι' αυτό σκας; (и поэтому мучаешься? σκά(ζ)ω) Εσύ μ' έβγαλες απ' το μπουκάλι το μαγκούφικο (ты меня вытащил из бутылки несчастной = из этой несчастной бутылки; μαγκούφης – одинокий; бедный, несчастный; неудачливый) κι εγώ έτσι θα σ' αφήσω; (и я так тебя оставлю?) Άκου και δε θα χάσεις (слушай и не пропадёшь; χάνω – терять; лишаться; упускать /случай/): Ο άρχοντας της χώρας θ' αρρωστήσει (правитель страны заболеет). Εγώ θα μπω στ' αυτί του (я влезу в ухо его; μπαίνω) και θα του τριβελίζω το τύμπανο (и ему буду сверлить барабанную перепонку; το τύμπανο – барабан; барабанная перепонка). Κανένας γιατρός δε θα μπορεί (никакой врач не сможет) να τον γιατρέψει (его излечить), κανένα γιατροσόφι (никакое снадобье; το γιατροσόφι – снадобье; знахарское лечение). Τότε θα 'ρθεις εσύ (тогда придёшь ты) κι εγώ θα βγω από τ' αυτί (и я выйду из уха; βγαίνω). Ο άρχοντας θα γιατρευτεί (правитель излечится) και θα σου δώσει πολλά φλουριά (и тебе даст много денег; το φλουρί – дукат; золотая монета). Ύστερα θα μοιράσουμε τα φλουριά (потом поделим деньги) κι ο καθένας θα τραβήξει το δρόμο του (и каждый последует своей дорогой). Τι λες; (что скажешь?)
Τι να θέλω; Ξέμπαρκος είμαι. Έχασα το βαπόρι που σαλπάρισε το πρωί και τώρα είμαι ξέμπαρκος και άφραγκος.
Και γι' αυτό σκας; Εσύ μ' έβγαλες απ' το μπουκάλι το μαγκούφικο κι εγώ έτσι θα σ' αφήσω; Άκου και δε θα χάσεις: Ο άρχοντας της χώρας θ' αρρωστήσει. Εγώ θα μπω στ' αυτί του και θα του τριβελίζω το τύμπανο. Κανένας γιατρός δε θα μπορεί να τον γιατρέψει, κανένα γιατροσόφι. Τότε θα 'ρθεις εσύ κι εγώ θα βγω από τ' αυτί. Ο άρχοντας θα γιατρευτεί και θα σου δώσει πολλά φλουριά. Ύστερα θα μοιράσουμε τα φλουριά κι ο καθένας θα τραβήξει το δρόμο του. Τι λες;
Σαν καλή (как хорошая = хорошей) μου φαίνεται η ιδέα σου (мне кажется идея твоя), θαύμασε ο ναύτης (восхитился моряк; θαυμάζω – удивляться; восхищаться). Και πού θα σε βρω (и где тебя найду) να μοιράσουμε τα φλουριά; (чтобы /мы/ разделили деньги?)
Στο κόκκινο το κονοστάσι τα μεσάνυχτα (у красного иконостаса в полночь), αποκρίθηκε ο διάβολος και χάθηκε απ' τα μάτια του ναύτη (ответил бес и исчез с глаз моряка).
Την άλλη μέρα συναγερμός σήμανε στην πολιτεία (на следующий день тревога была объявлена в городе):
– Ο άρχοντας προστάζει όλους τους γιατρούς της χώρας (правитель приказывает всем врачам страны) να τρέξουν στο παλάτι (бежать во дворец = спешить во дворец) να του γιατρέψουν το αυτί (чтобы ему вылечили ухо), φώναζε ο ντελάλης (кричал глашатай).
– Σαν καλή μου φαίνεται η ιδέα σου, θαύμασε ο ναύτης. Και πού θα σε βρω να μοιράσουμε τα φλουριά;
– Στο κόκκινο το κονοστάσι τα μεσάνυχτα, αποκρίθηκε ο διάβολος και χάθηκε απ' τα μάτια του ναύτη.
Την άλλη μέρα συναγερμός σήμανε στην πολιτεία:
– Ο άρχοντας προστάζει όλους τους γιατρούς της χώρας να τρέξουν στο παλάτι να του γιατρέψουν το αυτί, φώναζε ο ντελάλης.
Γιατροί μπαίναν, γιατροί βγαίναν απ' το παλάτι, τίποτα (врачи входили, врачи выходили из дворца – ничего). Ο πόνος, πόνος (боль, боль). Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο ναύτης στο βασιλιά (на следующий день предстал моряк перед царём).
– Βασιλιά μου, γιατρός δεν είμαι (царь мой, /я/ не врач), μα ξέρω ένα γιατροσόφι απ' τη μάνα μου (но знаю снадобье от мамы моей), που διώχνει τον πόνο ώσπου να πεις κύμινο (которое изгоняет боль молниеносно: "пока скажешь " тмин"), είπε ο ναύτης και ζήτησε να του φέρουν ένα τσουκάλι (сказал моряк и попросил, чтобы ему принесли горшок).
Γιατροί μπαίναν, γιατροί βγαίναν απ' το παλάτι, τίποτα. Ο πόνος, πόνος. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε ο ναύτης στο βασιλιά.
– Βασιλιά μου, γιατρός δεν είμαι, μα ξέρω ένα γιατροσόφι απ' τη μάνα μου, που διώχνει τον πόνο ώσπου να πεις κύμινο, είπε ο ναύτης και ζήτησε να του φέρουν ένα τσουκάλι.