Προτού ξεκινήσει για το ταξίδι του (прежде чем отправиться в путешествие своё), ρώτησε τη γυναίκα και τις κόρες του (спросил жену и дочерей своих) τι θέλανε να φέρει στην καθεμιά (что бы /они/ хотели, чтобы /он/ привёз каждой). Η βασίλισσα ζήτησε να της φέρει (царица попросила, чтобы /он/ ей привёз) ένα περιδέραιο για το λαιμό (ожерелье на шею). Η πρωτοκόρη του ζήτησε ένα βραχιόλι (первая = старшая дочь у него попросила браслет), η μεσαία μια καρφίτσα (средняя – брошку) και η μικρότερη, αφού συλλογίστηκε πολύ (и младшая, когда подумала долго: "много"), ζήτησε να της φέρει ένα τριαντάφυλλο (попросила ей привезти розу).
Εκείνο τον καιρό (в то время) τα τριαντάφυλλα ήτανε σπάνια λουλούδια (розы были редкие цветы), που φυτρώνανε σ' άλλες χώρες, μακρινές (которые росли в других странах, далёких).
Προτού ξεκινήσει για το ταξίδι του, ρώτησε τη γυναίκα και τις κόρες του τι θέλανε να φέρει στην καθεμιά. Η βασίλισσα ζήτησε να της φέρει ένα περιδέραιο για το λαιμό. Η πρωτοκόρη του ζήτησε ένα βραχιόλι, η μεσαία μια καρφίτσα και η μικρότερη, αφού συλλογίστηκε πολύ, ζήτησε να της φέρει ένα τριαντάφυλλο.
Εκείνο τον καιρό τα τριαντάφυλλα ήτανε σπάνια λουλούδια, που φυτρώνανε σ' άλλες χώρες, μακρινές.
Μπήκε ο βασιλιάς στο καράβι κι έφυγε (поднялся царь на корабль и уехал). Έλειψε καιρό (прошло время), τελείωσε τις υποθέσεις του (закончил дела свои), πήρε τα δώρα που του 'χανε ζητήσει (взял = купил подарки, которые у него просили), μα λησμόνησε το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας (но забыл розу младшей дочери).
Σαν μπήκανε στο καράβι του γυρισμού (когда поднялись на корабль возвращения) με την ακολουθία του (со свитой его) και βρεθήκανε στη μέση του πελάγου (и оказались посреди моря), το καράβι σταμάτησε απότομα (корабль остановился внезапно) και δεν πήγαινε ούτε μπροστά ούτε πίσω (и не шёл ни вперёд, ни назад).
Μπήκε ο βασιλιάς στο καράβι κι έφυγε. Έλειψε καιρό, τελείωσε τις υποθέσεις του, πήρε τα δώρα που του 'χανε ζητήσει, μα λησμόνησε το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας.
Σαν μπήκανε στο καράβι του γυρισμού με την ακολουθία του και βρεθήκανε στη μέση του πελάγου, το καράβι σταμάτησε απότομα και δεν πήγαινε ούτε μπροστά ούτε πίσω.
Ο καπετάνιος ρώτησε τους ταξιδιώτες (капитан спросил путешественников):
– Μην είχατε κανένα τάμα και το λησμονήσατε (нет ли у вас: "не имеете ли" какого-нибудь обета, и его забыли), να γυρίσουμε πίσω (чтобы /мы/ вернулись назад), για να προχωρήσει το καράβι στο ταξίδι του; (чтобы продвигался корабль в путешествии его?)
Κανένας δε θυμότανε (никто не вспомнил). Έξαφνα ο βασιλιάς θυμήθηκε (вдруг царь вспомнил) πως είχε λησμονήσει το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας (что забыл розу младшей своей дочери). Γυρίσανε πίσω, λοιπόν… (вернулись назад, итак…)
Ξαναβγαίνει ο βασιλιάς (снова идёт царь) με την ακολουθία του στην ξένη χώρα (со свитой своей в чужую страну). Έψαξε ολούθε για τριαντάφυλλα (искал повсюду розы), μα δε βρήκε πουθενά (но не нашёл нигде), γιατί σ' εκείνη τη χώρα δε φυτρώνανε (потому что в той стране /розы/ не росли).
Ο καπετάνιος ρώτησε τους ταξιδιώτες:
– Μην είχατε κανένα τάμα και το λησμονήσατε, να γυρίσουμε πίσω, για να προχωρήσει το καράβι στο ταξίδι του;
Κανένας δε θυμότανε. Έξαφνα ο βασιλιάς θυμήθηκε πως είχε λησμονήσει το τριαντάφυλλο της μικρής του θυγατέρας. Γυρίσανε πίσω, λοιπόν…
Ξαναβγαίνει ο βασιλιάς με την ακολουθία του στην ξένη χώρα. Έψαξε ολούθε για τριαντάφυλλα, μα δε βρήκε πουθενά, γιατί σ' εκείνη τη χώρα δε φυτρώνανε.
Εκεί που έψαχνε (там, где искал), συνάντησε ένα γέροντα (встретил старика):
– Άκουσε, άρχοντα μου (послушай, правитель мой). Αν ψάχνεις για τριαντάφυλλα (если ищешь розы), θα πας σε μια χώρα πολύ μακριά από δω (пойдёшь в одну страну очень далеко отсюда), σ' ένα άλλο βασίλειο (в другое царство). Εκεί βασιλεύει ένας βασιλιάς (там царствует царь) που καλλιεργεί στους κήπους του (который разводит в садах своих) μόνο τριαντάφυλλα (только розы) και γι' αυτό τον έχουνε ονομάσει (и поэтому его прозвали) «ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος» (царь Роза).
Ξεκίνησε ο βασιλιάς με την ακολουθία του και τ' άλογα τους (снова отправился царь со свитой его и лошадьми их) κι ύστερα από μέρες (и потом через дни = по прошествии нескольких дней) φτάσανε στο μακρινό βασίλειο του βασιλιά Τριαντάφυλλου (прибыли в далёкое царство царя Розы).
Εκεί που έψαχνε, συνάντησε ένα γέροντα:
– Άκουσε, άρχοντα μου. Αν ψάχνεις για τριαντάφυλλα, θα πας σε μια χώρα πολύ μακριά από δω, σ' ένα άλλο βασίλειο. Εκεί βασιλεύει ένας βασιλιάς που καλλιεργεί στους κήπους του μόνο τριαντάφυλλα και γι' αυτό τον έχουνε ονομάσει «ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος».
Ξεκίνησε ο βασιλιάς με την ακολουθία του και τ' άλογα τους κι ύστερα από μέρες φτάσανε στο μακρινό βασίλειο του βασιλιά Τριαντάφυλλου.
Χτύπησε, του ανοίγουν (постучал, ему открывают), παρουσιάζεται, λέει (представляется, говорит):
– Είμαι ο βασιλιάς του τάδε μέρους (я царь таких-то мест).
Τον δεχτήκανε με τιμές (его приняли с почестями), τον φιλοξένησαν (ему оказали гостеприимство). Την άλλη μέρα ο βασιλιάς λέει (на следующий день царь говорит):