Αλείφει μια, δυο, τρεις φορές το αυτί του βασιλιά (мажет один, два, три раза ухо царя), κάνει νόημα στο διάβολο να βγει (делает знак бесу, чтобы /он/ вышел), τίποτα ο διάβολος (ничего /не делает/ бес). Του 'γνεφε μέσα από τ' αυτί (/бес/ ему делал знак из уха) πως ο βασιλιάς θα τον κρεμάσει (что царь его повесит), αν δεν του γιατρέψει το αυτί (если ему не вылечит ухо).
– Μη στενοχωριέσαι, μεγαλειότατε, εγώ θα σε γιατρέψω, είπε ο ναύτης κι έφτιαξε την αλοιφή με τον ασβέστη και το θειάφι.
Αλείφει μια, δυο, τρεις φορές το αυτί του βασιλιά, κάνει νόημα στο διάβολο να βγει, τίποτα ο διάβολος. Του 'γνεφε μέσα από τ' αυτί πως ο βασιλιάς θα τον κρεμάσει, αν δεν του γιατρέψει το αυτί.
– Μεγαλειότατε (ваше величество), λέει τότε ο ναύτης (говорит тогда моряк), το δικό σου το αυτί είναι άλλη περίπτωση (твоё ухо – /это/ другой случай). Για να γίνει καλά (чтобы выздоровело: "стало хорошо") δε φτάνει η αλοιφή (не достаточна мазь). Να διατάξεις αύριο το πρωί (прикажи, /чтобы/ завтра утром) να γίνει μεγάλο πανηγύρι (произошёл большой праздник; το πανηγύρι – праздник; гулянье; веселье). Να βαρούν τα τύμπανα (пусть бьют барабаны), να παίζουν οι σάλπιγγες (пусть играют трубы), να πέφτουν κανονιές (пусть гремят: "падают" залпы; η κανονία – пушечный выстрел).
Έτσι κι έγινε (так и вышло). Την άλλη μέρα έγινε πανζουρλισμός στο παλάτι (на следующий день настало всеобщее безумие во дворце; η ζούρλα – сумасшествие, помешательство). Τύμπανα, τρομπέτες, κανονιές (барабаны, трубы, залпы)!
– Μεγαλειότατε, λέει τότε ο ναύτης, το δικό σου το αυτί είναι άλλη περίπτωση. Για να γίνει καλά δε φτάνει η αλοιφή. Να διατάξεις αύριο το πρωί να γίνει μεγάλο πανηγύρι. Να βαρούν τα τύμπανα, να παίζουν οι σάλπιγγες, να πέφτουν κανονιές.
Έτσι κι έγινε. Την άλλη μέρα έγινε πανζουρλισμός στο παλάτι. Τύμπανα, τρομπέτες, κανονιές!
Τ' ακούει ο διάβολος κι απορεί (их слышит бес и недоумевает; απορώ – недоумевать; удивляться):
– Μα τι γίνεται σήμερα, ναύτη, τι σαματάς είν' αυτός; (но что происходит сегодня, моряк, что /за/ шум это?)
– Α, δεν τα 'μαθες διάβολε; (а, не знаешь, бес?) Έρχεται ο παπα-Μανόλης να διαβάσει το βασιλιά (идёт отец Манолис отпевать царя) και τον υποδέχονται (и его встречают; υποδέχομαι – встречать, принимать), αποκρίθηκε ο ναύτης (ответил моряк).
Τ' ακούει ο διάβολος κι απορεί:
Μα τι γίνεται σήμερα, ναύτη, τι σαματάς είν' αυτός;
Α, δεν τα 'μαθες διάβολε; Έρχεται ο παπα-Μανόλης να διαβάσει το βασιλιά και τον υποδέχονται, αποκρίθηκε ο ναύτης.
Σαν άκουσε ο διάβολος τ' όνομα του παπά, βουρλίστηκε (когда услышал бес имя отца, вышел из себя; βουρλίζομαι – выходить из себя; неистовствовать, бушевать). Ούτε κατάλαβε (и даже /сам/ не понял) πώς βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά (как вышел из уха царя) κι έγινε καπνός (и стал дымом). Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε σ' εκείνα τα μέρη (с тех пор: "от тогда" никто больше: "снова" его не видел в той местности)…
Όσο για το ναύτη (что касается моряка), τώρα έτρωγε με μαλαματένια κουτάλια (теперь ел золотыми ложками) κι είχε να το λέει (и имел это говорить = и у него было, что порассказать), μα κανείς δεν τον πίστευε (но никто ему не верил) κι όλοι έλεγαν πως αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται (и все говорили, что это только в сказках случается)…
Σαν άκουσε ο διάβολος τ' όνομα του παπά, βουρλίστηκε. Ούτε κατάλαβε πώς βγήκε από τ' αυτί του βασιλιά κι έγινε καπνός. Από τότε κανείς δεν τον ξαναείδε σ' εκείνα τα μέρη…
Όσο για το ναύτη, τώρα έτρωγε με μαλαματένια κουτάλια κι είχε να το λέει, μα κανείς δεν τον πίστευε κι όλοι έλεγαν πως αυτά μόνο στα παραμύθια γίνονται…
Ο βασιλιάς Τριαντάφυλλος. (Царь Роза)
Μια φορά κι έναν καιρό (однажды), σε μια χώρα μακρινή (в стране далёкой), ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του (жил один царь с женой своей). Είχανε και τρεις όμορφες θυγατέρες (имели и трёх красивых дочерей) που τις αγαπούσανε πολύ (которых очень любили), και περισσότερο την τρίτη (и особенно третью), που ήτανε η πιο όμορφη και η πιο χαϊδεμένη (которая была самая красивая и самая ласковая).
Μια μέρα (в один день = однажды) ο βασιλιάς χρειάστηκε να ταξιδέψει μακριά (царь нуждался = царю было нужно поехать далеко; ταξιδεύω – путешествовать), σ' άλλον τόπο (в другое место), για υποθέσεις του βασιλείου (по делам царства).
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του. Είχανε και τρεις όμορφες θυγατέρες που τις αγαπούσανε πολύ, και περισσότερο την τρίτη, που ήτανε η πιο όμορφη και η πιο χαϊδεμένη.
Μια μέρα ο βασιλιάς χρειάστηκε να ταξιδέψει μακριά, σ' άλλον τόπο, για υποθέσεις του βασιλείου.