Το και το (так и так), δεν μπορώ να γυρίσω (не могу вернуться) πίσω στο σπίτι μου (назад в дом мой), αν δεν πάω ένα τριαντάφυλλο (если не привезу розу) στη μικρή μου θυγατέρα (младшей моей дочери).
Από τους κήπους μου (из садов моих) δεν κόβω ποτέ τριαντάφυλλα (не срезаю никогда розы), μα αφού το θέλει τόσο πολύ η κόρη σου (но раз этого хочет так сильно: "настолько много" дочь твоя), χαλάλι της (для неё не жалко), θα σου χαρίσω ένα (/я/ тебе подарю одну) να της το πας (чтобы /ты/ ей её отвёз), του αποκρίθηκε ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος (ему ответил царь Роза).
Και του 'κοψε το πιο όμορφο τριαντάφυλλο (и ему срезал самую красивую розу).
Χτύπησε, του ανοίγουν, παρουσιάζεται, λέει:
Είμαι ο βασιλιάς του τάδε μέρους. Τον δεχτήκανε με τιμές, τον φιλοξένησαν. Την άλλη μέρα ο βασιλιάς λέει:
Το και το, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου, αν δεν πάω ένα τριαντάφυλλο στη μικρή μου θυγατέρα.
Από τους κήπους μου δεν κόβω ποτέ τριαντάφυλλα, μα αφού το θέλει τόσο πολύ η κόρη σου, χαλάλι της, θα σου χαρίσω ένα να της το πας, του αποκρίθηκε ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος.
Και του 'κοψε το πιο όμορφο τριαντάφυλλο.
Τον αποχαιρέτισε ο βασιλιάς (с ним попрощался царь) και τον προσκάλεσε στο παλάτι του (и его пригласил во дворец свой) να τον φιλοξενήσει κι αυτός (чтобы ему оказал гостеприимство и он). Έφυγε, λοιπόν, και γύρισε στη χώρα του (уехал, итак, и вернулся в страну свою).
Πέρασε καιρός (прошло время). Ήρθε η μέρα που ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος (пришёл день, когда царь Роза) πήγε να τους επισκεφτεί (приехал их посетить).
Έμεινε αρκετές ημέρες (оставался достаточно дней). Προτού φύγει, λέει στο βασιλιά (прежде чем уехать, сказал царю):
– Θέλω να μου δώσεις (хочу, чтобы /ты/ мне дал) για γυναίκα μου τη μικρή σου κόρη (в жёны мне младшую твою дочь). Μα, να ξέρεις (но, чтобы /ты/ знал), θα την πάω πολύ μακριά, στον τόπο μου (/я/ её увезу очень далеко, в место моё = туда, где я живу).
Τον αποχαιρέτισε ο βασιλιάς και τον προσκάλεσε στο παλάτι του να τον φιλοξενήσει κι αυτός. Έφυγε, λοιπόν, και γύρισε στη χώρα του.
Πέρασε καιρός. Ήρθε η μέρα που ο βασιλιάς ο Τριαντάφυλλος πήγε να τους επισκεφτεί.
Έμεινε αρκετές ημέρες. Προτού φύγει, λέει στο βασιλιά:
– Θέλω να μου δώσεις για γυναίκα μου τη μικρή σου κόρη. Μα, να ξέρεις, θα την πάω πολύ μακριά, στον τόπο μου.
Ο βασιλιάς το κουβέντιασε με τη βασίλισσα (царь это обсудил с царицей) και στο τέλος αποφάσισαν να δώσουν τη μικρή (и наконец решили отдать младшую /дочь/).
Τόν θέλεις; της είπαν (его хочешь? – ей сказали).
Τόν θέλω (его хочу).
Γίνηκαν οι γάμοι (были свадьбы), έγιναν πανηγύρια μεγάλα σ' όλη τη χώρα (были гулянья большие по всей стране), σημαιοστολίστηκε η πολιτεία (украсился флагами город; η σημαία – флаг) … Την παίρνει μ' ένα ωραίο καράβι (её взял на красивый корабль) και φύγανε για το βασίλειο του (и уплыли в царство его), όπου είχε τα τριαντάφυλλα (где /он/ имел розы).
Ο βασιλιάς το κουβέντιασε με τη βασίλισσα και στο τέλος αποφάσισαν να δώσουν τη μικρή.
Τόν θέλεις; της είπαν.
Τόν θέλω.
Γίνηκαν οι γάμοι, έγιναν πανηγύρια μεγάλα σ' όλη τη χώρα, σημαιοστολίστηκε η πολιτεία… Την παίρνει μ' ένα ωραίο καράβι και φύγανε για το βασίλειο του, όπου είχε τα τριαντάφυλλα.
Όταν φτάσανε εκεί (когда прибыли туда), ζούσαν πάρα πολύ αγαπημένοι (жили очень любящие = в согласии), μα πάρα πολύ αγαπημένοι (действительно в большом согласии; μα – но; /употребляется в клятвах, уверениях/ честное слово и т.п).
Ένα, δύο, τρία χρόνια (один, два, три года), στο τέλος άρχισε η βασιλοπούλα να μελαγχολεί (под конец начала царевна тосковать; μελαγχολία – меланхолия, уныние, грусть). Και μια φορά (и однажды) που 'χαν πάει έναν ωραίο περίπατο (когда пошли на красивую прогулку) κι ο βασιλιάς είχε σκύψει το κεφάλι του (и царь склонил голову свою) στα γόνατα της (на колени её) και του χάιδευε τα μαλλιά (и /она/ ему ласкала волосы = и она гладила его по голове), τα δάκρυα της πέσανε στο πρόσωπο του καυτά (слёзы её падали на лицо его горячие). Σηκώνεται πάνω και της λέει (поднимается вверх и говорит /царь/):
– Γιατί κλαις, κυρά μου; (почему плачешь, госпожа моя?)
Όταν φτάσανε εκεί, ζούσαν πάρα πολύ αγαπημένοι, μα πάρα πολύ αγαπημένοι.
Ένα, δύο, τρία χρόνια, στο τέλος άρχισε η βασιλοπούλα να μελαγχολεί. Και μια φορά που 'χαν πάει έναν ωραίο περίπατο κι ο βασιλιάς είχε σκύψει το κεφάλι του στα γόνατα της και του χάιδευε τα μαλλιά, τα δάκρυα της πέσανε στο πρόσωπο του καυτά. Σηκώνεται πάνω και της λέει:
Γιατί κλαις, κυρά μου;
Αχ! Νοστάλγησα πολύ τον πατέρα μου (тосковала очень по отцу моему; ср. η νοσταλγία), τη μητέρα μου και τις δυο μου αδερφάδες (по матери моей и двум моим сёстрам). Πώς θα 'θελα (как бы /я/ хотела) να πήγαινα για λίγες ημέρες να τους ξαναδώ… (поехать на несколько дней, чтобы снова их увидеть)
Όταν την είδε έτσι βαλαντωμένη (когда её увидел так расстроенную), τόσο πολύ την αγαπούσε, που της λέει (так сильно её любил, что ей говорит):
– Θα σε στείλω στους δικούς σου (/я/ тебя пошлю к твоим /родным/), αλλά δε θα μείνεις περισσότερο από τρεις ημέρες (но не останешься больше, чем на три дня).